ἐκφαντορικός: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(big3_14b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekfantorikos | |Transliteration C=ekfantorikos | ||
|Beta Code=e)kfantoriko/s | |Beta Code=e)kfantoriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκφαντορική, ἐκφαντορικόν, [[revealing]], τῆς ἀληθείας Procl.''Theol.Plat.''6.12; τῆς οὐσίας Id.''in Cra.''p.16P., al., cf. Dam.''Pr.'' 367. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ά, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que manifiesta o revela]], [[revelador]], [[iluminador]] c. gen., esp. en cont. fil.-místico ἡ τῆς ἀληθείας ἐ. [[δύναμις]] Procl.<i>Theol.Plat</i>.6.12, τὸ ὄνομα· ὄργανον [[γάρ]] ἐστιν ... ἐκφαντορικὸν τῆς τῶν πραγμάτων οὐσίας Procl.<i>in Cra</i>.16, crist. ὅλων τοῦ θεοῦ προόδων ἐ. [[ἀγαθωνυμία]] Dion.Ar.<i>DN</i> 3.1, cf. <i>CH</i> 4.4<br /><b class="num">•</b>de las funciones sacerdotales [[simbólicamente revelador]] Dion.Ar.<i>EH</i> 112.2, 128.15, ὕμνος Ath.Al.M.28.940B.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[en forma místicamente reveladora]] ἡ τῶν Σεραφὶμ ἐπωνυμία ἐ. διδάσκει Dion.Ar.<i>CH</i> 7.1, ref. a la doctrina cristiana considerada κρυφία Dion.Ar.<i>DN</i> 1.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἐκφαντορικός''': -ή, -όν, = [[ἐξαγγελτικός]], [[ἑρμηνευτικός]], παρα-[[στατικός]], Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18. | |lstext='''ἐκφαντορικός''': -ή, -όν, = [[ἐξαγγελτικός]], [[ἑρμηνευτικός]], παρα-[[στατικός]], Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἐκφαντορικός]], -ή, -όν (AM)<br />Ι. [[εκφαντικός]], [[αποκαλυπτικός]], [[εξαγγελτικός]], [[ερμηνευτικός]], [[παραστατικός]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκφαντορικῶς</i><br />ερμηνευτικὼς, παραστατικώς. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐκφαντορική, ἐκφαντορικόν, revealing, τῆς ἀληθείας Procl.Theol.Plat.6.12; τῆς οὐσίας Id.in Cra.p.16P., al., cf. Dam.Pr. 367.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
1 que manifiesta o revela, revelador, iluminador c. gen., esp. en cont. fil.-místico ἡ τῆς ἀληθείας ἐ. δύναμις Procl.Theol.Plat.6.12, τὸ ὄνομα· ὄργανον γάρ ἐστιν ... ἐκφαντορικὸν τῆς τῶν πραγμάτων οὐσίας Procl.in Cra.16, crist. ὅλων τοῦ θεοῦ προόδων ἐ. ἀγαθωνυμία Dion.Ar.DN 3.1, cf. CH 4.4
•de las funciones sacerdotales simbólicamente revelador Dion.Ar.EH 112.2, 128.15, ὕμνος Ath.Al.M.28.940B.
2 adv. -ῶς en forma místicamente reveladora ἡ τῶν Σεραφὶμ ἐπωνυμία ἐ. διδάσκει Dion.Ar.CH 7.1, ref. a la doctrina cristiana considerada κρυφία Dion.Ar.DN 1.4.
German (Pape)
[Seite 784] ή, όν, offenbarend, erklärend, Dion. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφαντορικός: -ή, -όν, = ἐξαγγελτικός, ἑρμηνευτικός, παρα-στατικός, Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18.
Greek Monolingual
ἐκφαντορικός, -ή, -όν (AM)
Ι. εκφαντικός, αποκαλυπτικός, εξαγγελτικός, ερμηνευτικός, παραστατικός
II. επίρρ. ἐκφαντορικῶς
ερμηνευτικὼς, παραστατικώς.