ἐλλειπτικός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(big3_14b)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elleiptikos
|Transliteration C=elleiptikos
|Beta Code=e)lleiptiko/s
|Beta Code=e)lleiptiko/s
|Definition=ή, όν, in Gramm., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">elliptic, defective</b>, σχῆμα <span class="bibl">Eust.66.24</span>, cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>226.20</span>: c.gen., τῶν μορίων <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span> 141.14</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in APr.</span>316.30</span>, <span class="bibl">Eust.1080.17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> <b class="b2">summary, brief</b>, Gal.15.796. Adv. -κῶς Id.18(1).881.</span>
|Definition=ἐλλειπτική, ἐλλειπτικόν, in Gramm.,<br><span class="bld">A</span> [[elliptic]], [[defective]], σχῆμα Eust.66.24, cf. A.D.''Conj.''226.20: c.gen., τῶν μορίων Id.''Synt.'' 141.14. Adv. [[ἐλλειπτικῶς]] Phlp.''in APr.''316.30, Eust.1080.17.<br><span class="bld">b</span> [[summary]], [[brief]], Gal.15.796. Adv. [[ἐλλειπτικῶς]] Id.18(1).881.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>gram., lit. [[abreviado]], [[elíptico]], [[sucinto]] λόγος A.D.<i>Coni</i>.226.20, σχῆμα Eust.66.44, 319.35, κατὰ τὸν ἐλλειπτικὸν τρόπον ... γεγραμμένα Gal.15.796, c. gen. τῶν προκειμένων μορίων A.D.<i>Synt</i>.141.15, αἱ προθέσεις ἐλλειπτικαί εἰσι τῶν ῥημάτων <i>EM</i> 357.38G.<br /><b class="num">•</b>de un autor [[cuya obra está falta de]], [[que no utiliza]] c. dat. limitativo ἐ. [[γάρ]] ἐστι τοῖς ἄρθροις ὁ ποιητής Sch.Er.<i>Il</i>.2.665.<br /><b class="num">2</b> geom., astr. [[en forma de elipse]], [[elíptico]] subst. τὰ ἐλλειπτικά [[órbitas elípticas]] Eust.1397.14, cf. tb. [[ἐκλειπτικός]].<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> gram. [[sucinta]], [[compendiosamente]] εἴρηται ... τελέως καὶ σαφῶς ... ὡς νῦν οὐκ ἐ. Gal.18(2).881.<br /><b class="num">2</b> ret. [[por medio de elipsis]], [[elípticamente]] τινὲς ... τῶν προτεινομένων συλλογισμῶν ἐ. εἰρημένοι Phlp.<i>in APr</i>.316.30, cf. Sch.A.<i>Th</i>.466-7a, Eust.1080.17.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0800.png Seite 800]] ή, όν, dasselbe, elliptisch, Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0800.png Seite 800]] ή, όν, dasselbe, elliptisch, Eust.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλλειπτικός:''' грам. эллиптический, недостаточный, неполный.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλλειπτικός''': -ή, -όν, παρὰ Γραμματικοῖς ὁ ἔχων ἔλλειψιν, στερούμενος τύπων τινῶν, [[ἐλλιπής]], [[ἀτελής]], Εὐστ. 66. 24. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε [[ἔλλειψις]].
|lstext='''ἐλλειπτικός''': -ή, -όν, παρὰ Γραμματικοῖς ὁ ἔχων ἔλλειψιν, στερούμενος τύπων τινῶν, [[ἐλλιπής]], [[ἀτελής]], Εὐστ. 66. 24. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε [[ἔλλειψις]].
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>gram., lit. [[abreviado]], [[elíptico]], [[sucinto]] λόγος A.D.<i>Coni</i>.226.20, σχῆμα Eust.66.44, 319.35, κατὰ τὸν ἐλλειπτικὸν τρόπον ... γεγραμμένα Gal.15.796, c. gen. τῶν προκειμένων μορίων A.D.<i>Synt</i>.141.15, αἱ προθέσεις ἐλλειπτικαί εἰσι τῶν ῥημάτων <i>EM</i> 357.38G.<br /><b class="num">•</b>de un autor [[cuya obra está falta de]], [[que no utiliza]] c. dat. limitativo ἐ. [[γάρ]] ἐστι τοῖς ἄρθροις ὁ ποιητής Sch.Er.<i>Il</i>.2.665.<br /><b class="num">2</b> geom., astr. [[en forma de elipse]], [[elíptico]] subst. τὰ ἐλλειπτικά [[órbitas elípticas]] Eust.1397.14, cf. tb. [[ἐκλειπτικός]].<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> gram. [[sucinta]], [[compendiosamente]] εἴρηται ... τελέως καὶ σαφῶς ... ὡς νῦν οὐκ ἐ. Gal.18(2).881.<br /><b class="num">2</b> ret. [[por medio de elipsis]], [[elípticamente]] τινὲς ... τῶν προτεινομένων συλλογισμῶν ἐ. εἰρημένοι Phlp.<i>in APr</i>.316.30, cf. Sch.A.<i>Th</i>.466-7a, Eust.1080.17.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐλλειπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ελλειπτικά ονόματα» — τα ονόματα που απαντούν μόνο σε ένα αριθμό (π.χ. τα [[Χριστούγεννα]], ο [[άργυρος]], τα [[μεσάνυχτα]], ο [[νότος]]) ή σε ένα αριθμό και ορισμένες μόνο πτώσεις (η [[θέμις]], το [[σέβας]], αλλήλους <b>κ.ά.</b>)<br /><b>2.</b> «ελλειπτικά ρήματα» — όσα δεν σχηματίζουν όλους τους χρόνους από το ίδιο [[θέμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει [[σχήμα]] έλλειψης, ο [[ελλειψοειδής]]<br /><b>2.</b> (για φράσεις, ύφος του λόγου ή της ερμηνείας <b>κ.λπ.</b>) αυτός που συνειδητά και περίτεχνα πολλές φορές παραλείπει ό,τι θεωρεί περιττό και εκφράζεται με αποτελεσματική [[βραχυλογία]].
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλειπτικός Medium diacritics: ἐλλειπτικός Low diacritics: ελλειπτικός Capitals: ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: elleiptikós Transliteration B: elleiptikos Transliteration C: elleiptikos Beta Code: e)lleiptiko/s

English (LSJ)

ἐλλειπτική, ἐλλειπτικόν, in Gramm.,
A elliptic, defective, σχῆμα Eust.66.24, cf. A.D.Conj.226.20: c.gen., τῶν μορίων Id.Synt. 141.14. Adv. ἐλλειπτικῶς Phlp.in APr.316.30, Eust.1080.17.
b summary, brief, Gal.15.796. Adv. ἐλλειπτικῶς Id.18(1).881.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1gram., lit. abreviado, elíptico, sucinto λόγος A.D.Coni.226.20, σχῆμα Eust.66.44, 319.35, κατὰ τὸν ἐλλειπτικὸν τρόπον ... γεγραμμένα Gal.15.796, c. gen. τῶν προκειμένων μορίων A.D.Synt.141.15, αἱ προθέσεις ἐλλειπτικαί εἰσι τῶν ῥημάτων EM 357.38G.
de un autor cuya obra está falta de, que no utiliza c. dat. limitativo ἐ. γάρ ἐστι τοῖς ἄρθροις ὁ ποιητής Sch.Er.Il.2.665.
2 geom., astr. en forma de elipse, elíptico subst. τὰ ἐλλειπτικά órbitas elípticas Eust.1397.14, cf. tb. ἐκλειπτικός.
III adv. -ῶς
1 gram. sucinta, compendiosamente εἴρηται ... τελέως καὶ σαφῶς ... ὡς νῦν οὐκ ἐ. Gal.18(2).881.
2 ret. por medio de elipsis, elípticamente τινὲς ... τῶν προτεινομένων συλλογισμῶν ἐ. εἰρημένοι Phlp.in APr.316.30, cf. Sch.A.Th.466-7a, Eust.1080.17.

German (Pape)

[Seite 800] ή, όν, dasselbe, elliptisch, Eust.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλειπτικός: грам. эллиптический, недостаточный, неполный.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλειπτικός: -ή, -όν, παρὰ Γραμματικοῖς ὁ ἔχων ἔλλειψιν, στερούμενος τύπων τινῶν, ἐλλιπής, ἀτελής, Εὐστ. 66. 24. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε ἔλλειψις.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐλλειπτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις
2. φρ. α) «ελλειπτικά ονόματα» — τα ονόματα που απαντούν μόνο σε ένα αριθμό (π.χ. τα Χριστούγεννα, ο άργυρος, τα μεσάνυχτα, ο νότος) ή σε ένα αριθμό και ορισμένες μόνο πτώσεις (η θέμις, το σέβας, αλλήλους κ.ά.)
2. «ελλειπτικά ρήματα» — όσα δεν σχηματίζουν όλους τους χρόνους από το ίδιο θέμα
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει σχήμα έλλειψης, ο ελλειψοειδής
2. (για φράσεις, ύφος του λόγου ή της ερμηνείας κ.λπ.) αυτός που συνειδητά και περίτεχνα πολλές φορές παραλείπει ό,τι θεωρεί περιττό και εκφράζεται με αποτελεσματική βραχυλογία.