προσφθεγκτός: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosfthegktos
|Transliteration C=prosfthegktos
|Beta Code=prosfqegkto/s
|Beta Code=prosfqegkto/s
|Definition=ή, όν, Dor. ποτιφθ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">addressed, saluted</b>, <b class="b3">σοῦ φωνῆς</b> by thy voice, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1067</span>, cf. <span class="title">AP</span>7.649 (Anyt.).</span>
|Definition=προσφθεγκτή, προσφθεγκτόν, Dor. ποτιφθ-, [[addressed]], [[saluted]], <b class="b3">σοῦ φωνῆς</b> by thy voice, S.''Ph.''1067, cf. ''AP''7.649 (Anyt.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0786.png Seite 786]] angeredet, οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι [[προσφθεγκτός]], Soph. Phil. 1056. In dor. Form, ποτιφθεγκτά, Anyte 16 (VII, 649), anredend.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />à qui l'on adresse la parole : φωνῆς τινος SOPH salué <i>ou</i> interpellé par la voix de qqn.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[προσφθέγγομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσφθεγκτός -ή -όν, Dor. ποτιφθεγκτός [προσφθέγγομαι] Dor. f. ποτιφθεγκτά, toegesproken:. οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι προσφθεγκτός zal ik niet meer door jou toegesproken worden? Soph. Ph. 1067.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφθεγκτός:''' дор. [[ποτιφθεγκτός]] 3 [adj. verb. к [[προσφθέγγομαι]]<br /><b class="num">1</b> [[к которому обращена речь]]: οὐδὲ σοῦ φωνῆς [[ἔτι]] [[γενήσομαι]] π.; Soph. больше разве не услышу я твоего голоса?;<br /><b class="num">2</b> [[обращающийся с речью]] Anth.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσφθέγγομαι]]<br />αυτός που προσφωνείται ή ο [[άξιος]] να προσφωνηθεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσφθεγκτός:''' Δωρ. [[ποτί]]-φθ-, -ον,<br /><b class="num">I.</b> προσφωνούμενος, αυτός προς τον οποίο απευθύνεται [[χαιρετισμός]], <i>σοῦ φωνῆς</i>, με τη [[φωνή]] [[σου]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που χαιρετά, σε Ανθ.
}}
{{ls
|lstext='''προσφθεγκτός''': Δωρ. ποτιφθ-, ον, ὁ προσφθεγγόμενος, προσφωνούμενος, χαιρετιζόμενος, σοῦ φωνῆς, διὰ τῆς φωνῆς σου, Σοφ. Φιλ. 1067. ΙΙ. ἐνεργ., χαιρετίζων, Ἀνθ. Π. 7. 649.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[προσφθέγγομαι]]<br /><b class="num">I.</b> addressed, saluted, σοῦ φωνῆς by thy [[voice]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. saluting, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφθεγκτός Medium diacritics: προσφθεγκτός Low diacritics: προσφθεγκτός Capitals: ΠΡΟΣΦΘΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: prosphthenktós Transliteration B: prosphthenktos Transliteration C: prosfthegktos Beta Code: prosfqegkto/s

English (LSJ)

προσφθεγκτή, προσφθεγκτόν, Dor. ποτιφθ-, addressed, saluted, σοῦ φωνῆς by thy voice, S.Ph.1067, cf. AP7.649 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 786] angeredet, οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι προσφθεγκτός, Soph. Phil. 1056. In dor. Form, ποτιφθεγκτά, Anyte 16 (VII, 649), anredend.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
à qui l'on adresse la parole : φωνῆς τινος SOPH salué ou interpellé par la voix de qqn.
Étymologie: adj. verb. de προσφθέγγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσφθεγκτός -ή -όν, Dor. ποτιφθεγκτός [προσφθέγγομαι] Dor. f. ποτιφθεγκτά, toegesproken:. οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι προσφθεγκτός zal ik niet meer door jou toegesproken worden? Soph. Ph. 1067.

Russian (Dvoretsky)

προσφθεγκτός: дор. ποτιφθεγκτός 3 [adj. verb. к προσφθέγγομαι
1 к которому обращена речь: οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι π.; Soph. больше разве не услышу я твоего голоса?;
2 обращающийся с речью Anth.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προσφθέγγομαι
αυτός που προσφωνείται ή ο άξιος να προσφωνηθεί.

Greek Monotonic

προσφθεγκτός: Δωρ. ποτί-φθ-, -ον,
I. προσφωνούμενος, αυτός προς τον οποίο απευθύνεται χαιρετισμός, σοῦ φωνῆς, με τη φωνή σου, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που χαιρετά, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

προσφθεγκτός: Δωρ. ποτιφθ-, ον, ὁ προσφθεγγόμενος, προσφωνούμενος, χαιρετιζόμενος, σοῦ φωνῆς, διὰ τῆς φωνῆς σου, Σοφ. Φιλ. 1067. ΙΙ. ἐνεργ., χαιρετίζων, Ἀνθ. Π. 7. 649.

Middle Liddell

[from προσφθέγγομαι
I. addressed, saluted, σοῦ φωνῆς by thy voice, Soph.
II. act. saluting, Anth.