dividir: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀποδιαιρέομαι]], [[διαρτάω]], [[διεξαιρέω]], [[ἀπονέμω]], [[διαιρέω]], [[διοικοδομέω]], [[ἀριθμέω]], [[ἀποτέμνω]], [[ἀποτεμαχίζω]], [[διατέμνω]], [[ἀποκερματίζω]], [[διασκίδνημι]], [[διανέμω]], [[δητύω]], [[ἐμμερίζω]], [[διαμερίζω]], [[διαμοιράομαι]], [[δαίομαι]], [[δατέομαι]], [[διαλαμβάνω]], [[ἀντιδιακρίνω]], [[δάσσω]], [[δαστῶ]], [[ἐκφέρω]], [[ἐνδατέομαι]], [[διασχίζω]], [[διαδατέομαι]], [[διαστέλλω]], [[διαχωρίζω]], [[διείργω]], [[διΐστημι]], [[διαπρίω]] | |sltx=[[ἀποδιαιρέομαι]], [[διαρτάω]], [[διεξαιρέω]], [[ἀπονέμω]], [[διαιρέω]], [[διοικοδομέω]], [[ἀριθμέω]], [[ἀποτέμνω]], [[ἀποτεμαχίζω]], [[διατέμνω]], [[ἀποκερματίζω]], [[διασκίδνημι]], [[διανέμω]], [[δητύω]], [[ἐμμερίζω]], [[διαμερίζω]], [[διαμοιράομαι]], [[δαίομαι]], [[δατέομαι]], [[διαλαμβάνω]], [[ἀντιδιακρίνω]], [[δάσσω]], [[δαστῶ]], [[ἐκφέρω]], [[ἐνδατέομαι]], [[διασχίζω]], [[διαδατέομαι]], [[διαστέλλω]], [[διαχωρίζω]], [[διείργω]], [[διΐστημι]], [[διαπρίω]], [[διασπάω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:21, 9 April 2024
Spanish > Greek
ἀποδιαιρέομαι, διαρτάω, διεξαιρέω, ἀπονέμω, διαιρέω, διοικοδομέω, ἀριθμέω, ἀποτέμνω, ἀποτεμαχίζω, διατέμνω, ἀποκερματίζω, διασκίδνημι, διανέμω, δητύω, ἐμμερίζω, διαμερίζω, διαμοιράομαι, δαίομαι, δατέομαι, διαλαμβάνω, ἀντιδιακρίνω, δάσσω, δαστῶ, ἐκφέρω, ἐνδατέομαι, διασχίζω, διαδατέομαι, διαστέλλω, διαχωρίζω, διείργω, διΐστημι, διαπρίω, διασπάω