πτωχοποιός: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptochopoios
|Transliteration C=ptochopoios
|Beta Code=ptwxopoio/s
|Beta Code=ptwxopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drawing beggarly characters</b>, of a poet, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>842</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">making poor</b>, δικαιοσύνη Plu.<span class="title">Comp.Arist.Cat.</span>3.</span>
|Definition=πτωχοποιόν,<br><span class="bld">A</span> [[drawing beggarly characters]], of a poet, Ar.''Ra.''842.<br><span class="bld">2</span> [[making poor]], δικαιοσύνη Plu.''Comp.Arist.Cat.''3.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] bettelarm machend; Ar. Ran. 841; Plut. comp. Aristid. 3.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> faiseur de mendiants (Euripide);<br /><b>2</b> [[qui réduit à la mendicité]].<br />'''Étymologie:''' [[πτωχός]], [[ποιέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πτωχοποιός -όν &#91;[[πτωχός]], [[ποιέω]]] bedelaars makend, dichtend over bedelaars, gezegd van Euripides. Aristoph. Ran. 842. arm makend.
}}
{{elru
|elrutext='''πτωχοποιός:'''<br /><b class="num">1</b> [[доводящий до нищенства]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> ирон. [[изображающий]] (в своих произведениях множество) нищих (''[[sc.]]'' [[Εὐριπίδης]] Arph.).
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φτωχαίνει κάποιον, που καθιστά φτωχό κάποιον («δικαιοσύνην... οἰκοφθόρον καὶ πτωχοποιόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Ευριπίδη) αυτός που παρουσιάζει στα δράματά του φτωχούς («ὦ... πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πτωχοποιός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κατασκευάζει φτωχούς και άθλιους χαρακτήρες, λέγεται για ποιητή, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που κάνει κάποιον φτωχό, σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''πτωχοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν πτωχὰ καὶ ἄθλια πρόσωπα, ἐπὶ τοῦ ποιητοῦ Εὐριπίδου, ὦ πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη Ἀριστοφ. Βάτρ. 842. 2) ὁ κάμνων τινὰ πτωχόν, πτωχίζων, [[δικαιοσύνη]] Πλούτ. Ἀριστείδ. Κ. Κάτ. Σύγκρ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πτωχο-[[ποιός]], όν<br /><b class="num">1.</b> [[drawing]] [[beggarly]] characters, of a [[poet]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[making]] [[poor]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχοποιός Medium diacritics: πτωχοποιός Low diacritics: πτωχοποιός Capitals: ΠΤΩΧΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ptōchopoiós Transliteration B: ptōchopoios Transliteration C: ptochopoios Beta Code: ptwxopoio/s

English (LSJ)

πτωχοποιόν,
A drawing beggarly characters, of a poet, Ar.Ra.842.
2 making poor, δικαιοσύνη Plu.Comp.Arist.Cat.3.

German (Pape)

[Seite 813] bettelarm machend; Ar. Ran. 841; Plut. comp. Aristid. 3.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 faiseur de mendiants (Euripide);
2 qui réduit à la mendicité.
Étymologie: πτωχός, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτωχοποιός -όν [πτωχός, ποιέω] bedelaars makend, dichtend over bedelaars, gezegd van Euripides. Aristoph. Ran. 842. arm makend.

Russian (Dvoretsky)

πτωχοποιός:
1 доводящий до нищенства Plut.;
2 ирон. изображающий (в своих произведениях множество) нищих (sc. Εὐριπίδης Arph.).

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που φτωχαίνει κάποιον, που καθιστά φτωχό κάποιον («δικαιοσύνην... οἰκοφθόρον καὶ πτωχοποιόν», Πλούτ.)
2. (για τον Ευριπίδη) αυτός που παρουσιάζει στα δράματά του φτωχούς («ὦ... πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -ποιός].

Greek Monotonic

πτωχοποιός: -όν,
1. αυτός που κατασκευάζει φτωχούς και άθλιους χαρακτήρες, λέγεται για ποιητή, σε Αριστοφ.
2. αυτός που κάνει κάποιον φτωχό, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχοποιός: -όν, ὁ ποιῶν πτωχὰ καὶ ἄθλια πρόσωπα, ἐπὶ τοῦ ποιητοῦ Εὐριπίδου, ὦ πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη Ἀριστοφ. Βάτρ. 842. 2) ὁ κάμνων τινὰ πτωχόν, πτωχίζων, δικαιοσύνη Πλούτ. Ἀριστείδ. Κ. Κάτ. Σύγκρ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.

Middle Liddell

πτωχο-ποιός, όν
1. drawing beggarly characters, of a poet, Ar.
2. making poor, Plut.