ῥάχετρον: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rachetron
|Transliteration C=rachetron
|Beta Code=r(a/xetron
|Beta Code=r(a/xetron
|Definition=τό,= <b class="b3">ῥάχις</b>, Hsch.; acc. to Phot. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the beginning of the spine</b>, acc. to <span class="bibl">Poll.2.136</span> <b class="b2">the middle</b>; = [[πλευρόν]], Did. ap. Phot. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">butcher's knife</b> or <b class="b2">chopper</b>, <span class="bibl">Poll.7.25</span>; Hsch. cites <b class="b3">βράκετον</b> (leg. <b class="b3">-τρον</b>) = [[δρέπανον]].</span>
|Definition=τό, = [[ῥάχις]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; acc. to Phot.<br><span class="bld">A</span> [[the beginning of the spine]], acc. to Poll.2.136 [[the middle]]; = [[πλευρόν]], Did. ap. Phot.<br><span class="bld">II</span> [[butcher's knife]] or [[chopper]], Poll.7.25; [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] cites [[βράκετον]] (leg. -τρον) = [[δρέπανον]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0835.png Seite 835]] τό, der Anfang, die Mitte des Rückgrates, das Rückgrat selbst, Hesych. u. a. VLL.
}}
{{ls
|lstext='''ῥάχετρον''': τό, = [[ῥάχις]], «[[ῥάχετρον]]· ῥαχίς· ὡς πλευρὸν καὶ [[πλευρά]], οἱ δὲ τὴν ῥάχιν τοῦ ἱερείου» Ἡσύχ.· κατὰ Φώτ. «ῥάχετ(ρ)ον: τὸ [[ὄπισθεν]] τοῦ τραχήλου, αφ’ οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως· Δίδυμος δὲ [[πλευρόν]]»· κατὰ δὲ τὸν Πολυδ. Β΄, 136 «τὸ [[μέσον]] τῆς ῥάχεως». ΙΙ. [[ἐργαλεῖον]] κρεοπώλου, Πολυδ. Ζ΄, 25· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει βράκετ(ρ)ον, [[δρέπανον]], [[κλαδευτήριον]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α·1. <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> η [[ράχη]] α) «[[ῥάχετρον]]<br />ῥαχίς<br />ὡς πλευρὸν καὶ [[πλευρά]]» <br />β) «[[ῥάχετρον]]<br />ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῦ ἱερείου»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ [[ὄπισθεν]] τοῦ τραχήλου, ἀφ' οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) α) «τὸ [[μέσον]] τῆς ῥαχεως» <br />β) [[εργαλείο]] του κρεοπώλη<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Δίδ. Αλ.) «τὸ [[πλευρόν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάχις]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>τρον</i>, δηλωτικό οργάνου ([[πρβλ]]. [[δέρτρον]], [[ῥάκετρον]]), με [[παρέκταση]] -<i>ε</i>- που προέρχεται πιθ. αναλογικά [[προς]] τ. σχηματισμένους από δισύλλαβες ρίζες (<b>πρβλ.</b> [[φέρε]]-<i>τρον</i>: [[φέρω]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰχετρον Medium diacritics: ῥάχετρον Low diacritics: ράχετρον Capitals: ΡΑΧΕΤΡΟΝ
Transliteration A: rháchetron Transliteration B: rhachetron Transliteration C: rachetron Beta Code: r(a/xetron

English (LSJ)

τό, = ῥάχις, Hsch.; acc. to Phot.
A the beginning of the spine, acc. to Poll.2.136 the middle; = πλευρόν, Did. ap. Phot.
II butcher's knife or chopper, Poll.7.25; Hsch. cites βράκετον (leg. -τρον) = δρέπανον.

German (Pape)

[Seite 835] τό, der Anfang, die Mitte des Rückgrates, das Rückgrat selbst, Hesych. u. a. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάχετρον: τό, = ῥάχις, «ῥάχετρον· ῥαχίς· ὡς πλευρὸν καὶ πλευρά, οἱ δὲ τὴν ῥάχιν τοῦ ἱερείου» Ἡσύχ.· κατὰ Φώτ. «ῥάχετ(ρ)ον: τὸ ὄπισθεν τοῦ τραχήλου, αφ’ οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως· Δίδυμος δὲ πλευρόν»· κατὰ δὲ τὸν Πολυδ. Β΄, 136 «τὸ μέσον τῆς ῥάχεως». ΙΙ. ἐργαλεῖον κρεοπώλου, Πολυδ. Ζ΄, 25· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει βράκετ(ρ)ον, δρέπανον, κλαδευτήριον.

Greek Monolingual

τὸ, Α·1. (κατά τον Ησύχ.) η ράχη α) «ῥάχετρον
ῥαχίς
ὡς πλευρὸν καὶ πλευρά»
β) «ῥάχετρον
ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῦ ἱερείου»
2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ ὄπισθεν τοῦ τραχήλου, ἀφ' οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως»
3. (κατά τον Πολυδ.) α) «τὸ μέσον τῆς ῥαχεως»
β) εργαλείο του κρεοπώλη
4. (κατά τον Δίδ. Αλ.) «τὸ πλευρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + επίθημα -ε-τρον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. δέρτρον, ῥάκετρον), με παρέκταση -ε- που προέρχεται πιθ. αναλογικά προς τ. σχηματισμένους από δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. φέρε-τρον: φέρω)].