σαρκοτακής: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sarkotakis
|Transliteration C=sarkotakis
|Beta Code=sarkotakh/s
|Beta Code=sarkotakh/s
|Definition=ές, (τήκω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wasting the flesh</b>, νοῦσοι <span class="bibl">Procl.<span class="title">H.</span>7.44</span>.</span>
|Definition=σαρκοτακές, ([[τήκω]]) [[wasting the flesh]], νοῦσοι Procl.''H.''7.44.
}}
{{ls
|lstext='''σαρκοτᾰκής''': -ές, ([[τήκω]]) ὁ τὴν σάρκα τήκων, φθείρων, νοῦσοι Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 44.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />([[κυρίως]] για νόσο) αυτός που φθείρει τη [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τακής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τακ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>τάκ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[τήκω]] «[[λειώνω]], [[φθείρω]]»), [[πρβλ]]. [[γυιοτακής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοτᾰκής Medium diacritics: σαρκοτακής Low diacritics: σαρκοτακής Capitals: ΣΑΡΚΟΤΑΚΗΣ
Transliteration A: sarkotakḗs Transliteration B: sarkotakēs Transliteration C: sarkotakis Beta Code: sarkotakh/s

English (LSJ)

σαρκοτακές, (τήκω) wasting the flesh, νοῦσοι Procl.H.7.44.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοτᾰκής: -ές, (τήκω) ὁ τὴν σάρκα τήκων, φθείρων, νοῦσοι Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 44.

Greek Monolingual

-ές, Α
(κυρίως για νόσο) αυτός που φθείρει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τακής (< θ. τακ-, πρβλ. -τάκ-ην, παθ. αόρ. β' του τήκω «λειώνω, φθείρω»), πρβλ. γυιοτακής].