σκηνίπτω: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skinipto | |Transliteration C=skinipto | ||
|Beta Code=skhni/ptw | |Beta Code=skhni/ptw | ||
|Definition== <b class="b3"> | |Definition== [[διαφθείρω]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[διασκηνίπτω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0895.png Seite 895]] = [[σκνίπτω]], nur bei Gramm.; doch hat Nic. Th. 193 die Zusammensetzung [[διασκηνίπτω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκηνίπτω''': παρ’ Ἡσύχ. ἐρμηνευόμ. [[διαφθείρω]]· - ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 193 193 ἔχει τὸ σύνθετ. [[διασκηνίπτω]], ἐπὶ τοῦ ἱχνεύμονος καὶ τῶν ᾠῶν τοῦ κροκοδείλου. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[διαφθείρω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. [[σκήπτω]] και [[ῥίπτω]] (<b>πρβλ.</b> <i>σκηρίπτομαι</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. συνδέεται με τα: [[κνιπεῖν]]<br /><i>σείειν</i> και [[σκνίπτω]] «[[τσιμπώ]], [[κεντώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[κνίψ]])]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: only <b class="b3">ἐσκήνιψε διέφθειρε</b>, [[διεσκέδασεν]] and <b class="b3">διασκηνῖψαι διαφορῆσαι</b>, [[διασπεῖραι]]. <b class="b3">διεσκηνίφθη δε διεσωματίσθη</b> H.; to this [[γαίῃ]] ... [[διεσκήνιψε]] [[shattered to the floor]] (Nic. Th. 193).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Popular expressive contamination of [[σκήπτω]] and the words discussed s. [[κνίψ]], esp. <b class="b3">κνιπεῖν σείειν</b> and <b class="b3">σκνίπτειν νύσσειν</b> H.; Chantr. objects that the word quoted do not fit the sense. Cf. Kretschmer Glotta 24, 87 (against Specht KZ 61, 142 ff.). -- Cf. [[σκηρίπτομαι]]. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''σκηνίπτω''': {skēníptō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': nur ἐσκήνιψε· διέφθειρε, διεσκέδασεν und διασκηνῖψαι· διαφορῆσαι, διασπεῖραι. διεσκηνίφθη δὲ διεσωματίσθη H.; dazu γαίῃ ... διεσκήνιψε [[zerschmetterte gegen den Boden]] (Nik. ''Th''. 193).<br />'''Etymology''': Volkstümlichexpressive Kontamination von [[σκήπτω]] und den s. [[κνίψ]] besprochenen Wörtern, bes. [[κνιπεῖν]]· σείειν und σκνίπτειν· νύσσειν H.; vgl. Kretschmer Glotta 24, 87 (gegen Specht KZ 61, 142 ff.). — Vgl. [[σκηρίπτομαι]].<br />'''Page''' 2,728 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 25 August 2023
English (LSJ)
= διαφθείρω, Hsch.; cf. διασκηνίπτω.
German (Pape)
[Seite 895] = σκνίπτω, nur bei Gramm.; doch hat Nic. Th. 193 die Zusammensetzung διασκηνίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνίπτω: παρ’ Ἡσύχ. ἐρμηνευόμ. διαφθείρω· - ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 193 193 ἔχει τὸ σύνθετ. διασκηνίπτω, ἐπὶ τοῦ ἱχνεύμονος καὶ τῶν ᾠῶν τοῦ κροκοδείλου.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «διαφθείρω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. σκήπτω και ῥίπτω (πρβλ. σκηρίπτομαι). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τα: κνιπεῖν
σείειν και σκνίπτω «τσιμπώ, κεντώ» (πρβλ. κνίψ)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: only ἐσκήνιψε διέφθειρε, διεσκέδασεν and διασκηνῖψαι διαφορῆσαι, διασπεῖραι. διεσκηνίφθη δε διεσωματίσθη H.; to this γαίῃ ... διεσκήνιψε shattered to the floor (Nic. Th. 193).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular expressive contamination of σκήπτω and the words discussed s. κνίψ, esp. κνιπεῖν σείειν and σκνίπτειν νύσσειν H.; Chantr. objects that the word quoted do not fit the sense. Cf. Kretschmer Glotta 24, 87 (against Specht KZ 61, 142 ff.). -- Cf. σκηρίπτομαι.
Frisk Etymology German
σκηνίπτω: {skēníptō}
Grammar: v.
Meaning: nur ἐσκήνιψε· διέφθειρε, διεσκέδασεν und διασκηνῖψαι· διαφορῆσαι, διασπεῖραι. διεσκηνίφθη δὲ διεσωματίσθη H.; dazu γαίῃ ... διεσκήνιψε zerschmetterte gegen den Boden (Nik. Th. 193).
Etymology: Volkstümlichexpressive Kontamination von σκήπτω und den s. κνίψ besprochenen Wörtern, bes. κνιπεῖν· σείειν und σκνίπτειν· νύσσειν H.; vgl. Kretschmer Glotta 24, 87 (gegen Specht KZ 61, 142 ff.). — Vgl. σκηρίπτομαι.
Page 2,728