σκληρόψυχος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skliropsychos
|Transliteration C=skliropsychos
|Beta Code=sklhro/yuxos
|Beta Code=sklhro/yuxos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard-hearted</b>, Sch.rec.<span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>242</span>.</span>
|Definition=σκληρόψυχον, [[hard-hearted]], Sch.rec.A.''Pr.''242.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0901.png Seite 901]] harthetzig, Schol. Aesch. Prom. 242.
}}
{{ls
|lstext='''σκληρόψῡχος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν ψυχήν, [[σκληροκάρδιος]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 242.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σκληρόψυχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει σκληρή [[ψυχή]] [[σκληρόκαρδος]], [[ανηλεής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαρακτηρισμός]] καταστάσεων δηλωτικών της σκληρότητας της ψυχής («σκληρόψυχο [[φέρσιμο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>ψυχος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόψῡχος Medium diacritics: σκληρόψυχος Low diacritics: σκληρόψυχος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: sklērópsychos Transliteration B: sklēropsychos Transliteration C: skliropsychos Beta Code: sklhro/yuxos

English (LSJ)

σκληρόψυχον, hard-hearted, Sch.rec.A.Pr.242.

German (Pape)

[Seite 901] harthetzig, Schol. Aesch. Prom. 242.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν ψυχήν, σκληροκάρδιος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 242.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληρόψυχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρή ψυχή σκληρόκαρδος, ανηλεής
νεοελλ.
χαρακτηρισμός καταστάσεων δηλωτικών της σκληρότητας της ψυχής («σκληρόψυχο φέρσιμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].