σμιλιωτός: Difference between revisions
From LSJ
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=smiliotos | |Transliteration C=smiliotos | ||
|Beta Code=smiliwto/s | |Beta Code=smiliwto/s | ||
|Definition= | |Definition=σμιλιωτή, σμιλιωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[shaped like a]] [[σμιλίον]], Heliod. ap. Orib.46.11.17; written μηλιωτός in Paul.Aeg.6.90.<br><span class="bld">II</span> = [[κοπίσκος]], a kind of [[λίβανος]], Dsc.1.68. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] wie eine [[σμίλη]] gestaltet, Chir. vett. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σμῑλιωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] σμιλίου, Ἡλιόδ. ἐν Χειρουγ. Cocch. 94, πρβλ. Παῦλ. Αἰγ. 6. 91. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[μηλιωτός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] σμιλίου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σμιλιωτός]]<br />[[είδος]] φυτού, ο [[κοπίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμιλίον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[οδοντωτός]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
σμιλιωτή, σμιλιωτόν,
A shaped like a σμιλίον, Heliod. ap. Orib.46.11.17; written μηλιωτός in Paul.Aeg.6.90.
II = κοπίσκος, a kind of λίβανος, Dsc.1.68.
German (Pape)
[Seite 911] wie eine σμίλη gestaltet, Chir. vett.
Greek (Liddell-Scott)
σμῑλιωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα σμιλίου, Ἡλιόδ. ἐν Χειρουγ. Cocch. 94, πρβλ. Παῦλ. Αἰγ. 6. 91.
Greek Monolingual
και μηλιωτός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει το σχήμα σμιλίου
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σμιλιωτός
είδος φυτού, ο κοπίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμιλίον + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].