συνεγγισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneggismos
|Transliteration C=syneggismos
|Beta Code=suneggismo/s
|Beta Code=suneggismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">approach, nearness</b>, of constellations, <span class="bibl">Str.3.5.9</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Geog.</span>1.13.1</span>, etc.; τῆς ἀποτέξεως <span class="bibl">Sor.1.66</span>; πρὸς τὴν ἀρετήν <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.4.8</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[approach]], [[nearness]], of constellations, Str.3.5.9, Ptol.''Geog.''1.13.1, etc.; τῆς ἀποτέξεως Sor.1.66; πρὸς τὴν ἀρετήν Arr.''Epict.''1.4.8.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] ὁ, Annäherung; Strab. 3, 5, 9; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἀπόστασις]], S. Emp. pyrrh. 3, 66.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action de se rapprocher tout à fait]].<br />'''Étymologie:''' [[συνεγγίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεγγισμός:''' ὁ [[приближение]], [[сближение]] (πρός τινα Sext.).
}}
{{ls
|lstext='''συνεγγισμός''': ὁ, τὸ συνεγγίζειν, πλησιάζειν [[ὁμοῦ]], ἐπὶ ἀστερισμῶν, Στράβ. 174, Πτολ., κλπ.· τῆς ἀποτέξεως Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 78 πρὸς τὴν ἀρετὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 8.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνεγγίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συνεγγίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεγγισμός:''' ὁ, [[πλησίασμα]] από κοινού, αμοιβαία [[προσέγγιση]], [[σύγκλιση]], λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνεγγισμός]], οῦ, ὁ, [from [[συνεγγίζω]]<br />a [[drawing]] near [[together]], of constellations, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεγγισμός Medium diacritics: συνεγγισμός Low diacritics: συνεγγισμός Capitals: ΣΥΝΕΓΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: synengismós Transliteration B: synengismos Transliteration C: syneggismos Beta Code: suneggismo/s

English (LSJ)

ὁ, approach, nearness, of constellations, Str.3.5.9, Ptol.Geog.1.13.1, etc.; τῆς ἀποτέξεως Sor.1.66; πρὸς τὴν ἀρετήν Arr.Epict.1.4.8.

German (Pape)

[Seite 1009] ὁ, Annäherung; Strab. 3, 5, 9; Gegensatz ἀπόστασις, S. Emp. pyrrh. 3, 66.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de se rapprocher tout à fait.
Étymologie: συνεγγίζω.

Russian (Dvoretsky)

συνεγγισμός:приближение, сближение (πρός τινα Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεγγισμός: ὁ, τὸ συνεγγίζειν, πλησιάζειν ὁμοῦ, ἐπὶ ἀστερισμῶν, Στράβ. 174, Πτολ., κλπ.· τῆς ἀποτέξεως Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 78 πρὸς τὴν ἀρετὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 8.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεγγίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεγγίζω.

Greek Monotonic

συνεγγισμός: ὁ, πλησίασμα από κοινού, αμοιβαία προσέγγιση, σύγκλιση, λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ.

Middle Liddell

συνεγγισμός, οῦ, ὁ, [from συνεγγίζω
a drawing near together, of constellations, Strab.