συνεοχμός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneochmos
|Transliteration C=syneochmos
|Beta Code=suneoxmo/s
|Beta Code=suneoxmo/s
|Definition=ὁ, poet. for <b class="b3">Συνοχμός</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[συνοχή]], <b class="b2">joining, joint</b>, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ <span class="bibl">Il.14.465</span>.</span>
|Definition=ὁ, ''poet.'' for [[συνοχμός]], = [[συνοχή]], [[joining]], [[joint]], κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Il.14.465.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[jointure]].<br />'''Étymologie:''' p. *συνϜοχμός, de [[σύν]], [[ἔχω]], p. *Ϝέχω = <i>lat.</i> veho ; v. [[ἔχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνεοχμός -οῦ, ὁ [~ συνοχμός] (punt van) verbinding:. κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ op het punt waar hoofd en nek samenkomen Il. 14.465.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, poet. statt [[συνοχμός]], = [[συνοχή]], <i>[[Zusammenhang]], [[Verbindung]]</i>; κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ, <i>Il</i>. 14.465.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεοχμός:''' ὁ [[место соединения]], [[стык]] (κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''συνεοχμός''': ὁ, ποιητικ. ἀντὶ [[συνοχμός]], = [[συνοχή]], [[συναφή]], [[σύνδεσις]], ἄρθρωσις, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Ἰλ. Ξ. 465, [[ἔνθα]] ἴδε Spi?zn?r. πρβλ. [[ὄχμα]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[root]] ϝεχ, [[ὀχέω]]): [[junction]], Il. 14.465†.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[συναρμογή]] («τὸν ῥ' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[συνεοχμός]] έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους [[αντί]] ενός τ. [[συνοχμός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οχμος</i>, από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. <i>ἔχω</i>), <b>πρβλ.</b> [[ἔοικα]]: [[οἶκα]], [[ἑορτή]]: [[ὁρτή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεοχμός:''' ὁ, ποιητ. αντί συν-οχμός = [[συνοχή]], [[συνάφεια]], [[συναρμογή]], [[συνάρθρωση]], [[σύνδεση]], [[σύνδεσμος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[juncture]], [[joint]] only <b class="b3">ἐν συνεοχμῳ̃</b> (Ξ 465, verse-end).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: For <b class="b3">*συνοχμός</b> for metrical reasons after word-pairs like [[ἔοικα]]: [[οἶκα]], [[ἑορτή]]: [[ὁρτή]]. Frisk Eranos 38, 41 f. (= Kl. Schr. 329 f.) w. lit. and critisism of older views.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-εοχμός, οῦ, ὁ, [poetic for [[συνοχμός]], = [[συνοχή]]<br />a joining, [[joint]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεοχμός Medium diacritics: συνεοχμός Low diacritics: συνεοχμός Capitals: ΣΥΝΕΟΧΜΟΣ
Transliteration A: syneochmós Transliteration B: syneochmos Transliteration C: syneochmos Beta Code: suneoxmo/s

English (LSJ)

ὁ, poet. for συνοχμός, = συνοχή, joining, joint, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Il.14.465.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jointure.
Étymologie: p. *συνϜοχμός, de σύν, ἔχω, p. *Ϝέχω = lat. veho ; v. ἔχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεοχμός -οῦ, ὁ [~ συνοχμός] (punt van) verbinding:. κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ op het punt waar hoofd en nek samenkomen Il. 14.465.

German (Pape)

ὁ, poet. statt συνοχμός, = συνοχή, Zusammenhang, Verbindung; κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ, Il. 14.465.

Russian (Dvoretsky)

συνεοχμός:место соединения, стык (κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεοχμός: ὁ, ποιητικ. ἀντὶ συνοχμός, = συνοχή, συναφή, σύνδεσις, ἄρθρωσις, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Ἰλ. Ξ. 465, ἔνθα ἴδε Spi?zn?r. πρβλ. ὄχμα.

English (Autenrieth)

(root ϝεχ, ὀχέω): junction, Il. 14.465†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
συναρμογή («τὸν ῥ' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. συνοχμός (< συν- + -οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ. ἔοικα: οἶκα, ἑορτή: ὁρτή.

Greek Monotonic

συνεοχμός: ὁ, ποιητ. αντί συν-οχμός = συνοχή, συνάφεια, συναρμογή, συνάρθρωση, σύνδεση, σύνδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: juncture, joint only ἐν συνεοχμῳ̃ (Ξ 465, verse-end).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For *συνοχμός for metrical reasons after word-pairs like ἔοικα: οἶκα, ἑορτή: ὁρτή. Frisk Eranos 38, 41 f. (= Kl. Schr. 329 f.) w. lit. and critisism of older views.

Middle Liddell

συν-εοχμός, οῦ, ὁ, [poetic for συνοχμός, = συνοχή
a joining, joint, Il.