αηδιάζω: Difference between revisions

From LSJ
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[αηδία]] για κάποιον ή [[κάτι]], αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[αηδία]], [[αποστροφή]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αηδία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αηδίασμα]], [[αηδιασμός]], [[αηδιαστικός]]].
|mltxt=<b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[αηδία]] για κάποιον ή [[κάτι]], αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[αηδία]], [[αποστροφή]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αηδία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αηδίασμα]], [[αηδιασμός]], [[αηδιαστικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

1. αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι
2. προκαλώ αηδία, αποστροφή σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδία.
ΠΑΡ. αηδίασμα, αηδιασμός, αηδιαστικός].