άθεος: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄθεος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται την ύπαρξη του Θεού<br /><b>2.</b> [[αθεόφοβος]], [[ασεβής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φαύλος]], [[αλιτήριος]], αξιόμεμπτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την [[πολιτεία]]<br /><b>2.</b> που τον εγκατέλειψαν οι θεοί, που δεν έχει τη [[βοήθεια]] τών θεών<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀθέως</i><br />με τρόπο που επισύρει την [[οργή]] τών θεών, ασεβώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θεός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθεΐα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀθεότης]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄθεος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται την ύπαρξη του Θεού<br /><b>2.</b> [[αθεόφοβος]], [[ασεβής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φαύλος]], [[αλιτήριος]], αξιόμεμπτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την [[πολιτεία]]<br /><b>2.</b> που τον εγκατέλειψαν οι θεοί, που δεν έχει τη [[βοήθεια]] τών θεών<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀθέως</i><br />με τρόπο που επισύρει την [[οργή]] τών θεών, ασεβώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θεός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθεΐα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀθεότης]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄθεος, -ον)
1. αυτός που αρνείται την ύπαρξη του Θεού
2. αθεόφοβος, ασεβής
νεοελλ.
1. φαύλος, αλιτήριος, αξιόμεμπτος
αρχ.
1. αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την πολιτεία
2. που τον εγκατέλειψαν οι θεοί, που δεν έχει τη βοήθεια τών θεών
3. επίρρ. ἀθέως
με τρόπο που επισύρει την οργή τών θεών, ασεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θεός.
ΠΑΡ. αθεΐα
αρχ.
ἀθεότης].