ἀκοινωνησία: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκοινωνησία]]) [[ἀκοινώνητος]]<br />η [[έλλειψη]] κοινωνικότητας, η [[αποφυγή]] σχέσεων και συναναστροφών || <b>μσν.-νεοελλ.</b> η [[απαγόρευση]] σε κάποιον να κοινωνήσει, να λάβει τη [[θεία]] Μετάληψη<br /><b>μσν.</b><br />ο [[αφορισμός]], η [[αποκοπή]] κάποιου από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />το να μην υπάρχει [[συμμετοχή]] από κοινού σε [[αγαθά]].
|mltxt=η (Α [[ἀκοινωνησία]]) [[ἀκοινώνητος]]<br />η [[έλλειψη]] κοινωνικότητας, η [[αποφυγή]] σχέσεων και συναναστροφών || <b>μσν.-νεοελλ.</b> η [[απαγόρευση]] σε κάποιον να κοινωνήσει, να λάβει τη [[θεία]] Μετάληψη<br /><b>μσν.</b><br />ο [[αφορισμός]], η [[αποκοπή]] κάποιου από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />το να μην υπάρχει [[συμμετοχή]] από κοινού σε [[αγαθά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκοινωνησία:''' ἡ отсутствие общности: διὰ τὴν ἀκοινωνησίαν Arst. вследствие того, что нет общности владения.
}}
}}

Revision as of 15:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοινωνησία Medium diacritics: ἀκοινωνησία Low diacritics: ακοινωνησία Capitals: ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑ
Transliteration A: akoinōnēsía Transliteration B: akoinōnēsia Transliteration C: akoinonisia Beta Code: a)koinwnhsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A non-existence of community of property, Arist. Pol.1236b22.    II unsociableness, Stob.2.7.25.    III lack of community, incompatibility, Dam.Pr.221, 423.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοινωνησία: ἡ, ἔλλειψις κοινωνίας ἢ κοινότητος τῶν ἀγαθῶν, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 12. ΙΙ. τὸ μὴ εἶναί τινα κοινωνικόν, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320. ΙΙΙ. ἀφορισμὸς ἀπὸ τῆς ἱερᾶς κοινωνίας, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1falta de propiedad colectiva ὧν οὐδὲν γίνεται διὰ τὴν ἀκοινωνησίαν ἀλλὰ διὰ τὴν μοχθηρίαν estos (males) no se deben a que no exista la propiedad colectivizada sino a la maldad Arist.Pol.1263b22.
2 falta de motivos comunes, incompatibilidad Dam.in Prm.221, 423.
3 insociabilidad Stob.2.7.25.
II crist. excomunión Leont.Byz.M.86.1236A.

Greek Monolingual

η (Α ἀκοινωνησία) ἀκοινώνητος
η έλλειψη κοινωνικότητας, η αποφυγή σχέσεων και συναναστροφών

Russian (Dvoretsky)

ἀκοινωνησία: ἡ отсутствие общности: διὰ τὴν ἀκοινωνησίαν Arst. вследствие того, что нет общности владения.