ἀκώλυτος: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκώλυτος]], -ον)<br />αυτός που δεν κωλύεται, ο [[ανεμπόδιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[κωλυτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κωλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκωλυτί</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκώλυτος]], -ον)<br />αυτός που δεν κωλύεται, ο [[ανεμπόδιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[κωλυτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κωλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκωλυτί</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκώλῡτος:''' -ον ([[κωλύω]]), αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν παρακωλύεται, σε Λουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unhindered, Luc.Tim.18; τύχη, of death, Epigr.Gr. 149.8 (Rhenea), etc. Adv. -τως Pl.Cra.415d, Chrysipp.Stoic.2.269, Str.17.1.25, Act.Ap.28.31, etc.; γλῶσσα ἀ. ῥέουσα Procop.Ep. 46; also ἀκωλυτί [Democr.] in Fabr.Bibl.4.338.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκώλῡτος: -ον, ὁ μὴ κωλυόμενος, Λουκ. Τίμ. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 2321. 8, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλάτ. Κρατ. 415D· ὡσαύτως ἀκωλυτί, Δημόκρ. ἐν τῇ Φαβρικίου Βιβλιοθ. 4. 338.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non empêché, libre.
Étymologie: ἀ, κωλύω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no impedido o estorbado, exento de obstáculos πνεῦμα LXX Sap.7.23, ἔξοδος Luc.Tim.18, cf. SEG 46.1669.10 (Hierápolis II/III d.C.), εἴσοδος Hdn.1.13.1, cf. A.D.Synt.277.22
•fig. del bien, Plu.2.137e, del libre albedrío, Arr.Epict.3.3.10, 1.4.18, cf. Dam.in Phlb.154
•que carece de trabas o impedimento ἡ χρῆσις ... τοῦ μνημείου ISmyrna 212.5.
2 que no puede ser impedido, ineluctable ἀκώλυτοι (ἐστί) γὰρ οἱ μαινόμενοι pues a los locos no se les puede impedir (el impulso hacia lo que desean), Artem.3.42, τύχη de la muerte GVI 662.8 (Renea II/I a.C.).
II adv. -ως sin impedimento, sin trabas Pl.Cra.415d, Chrysipp.Stoic.2.269, Str.17.1.25, Act.Ap.28.31, SB 7444.11 (I d.C.), Anon.Lond.20.44, Arr.Epict.3.12.4, IStratonikeia 202.29 (II d.C.), PAbinn.62.16 (IV d.C.), PFlor.93.24 (VI d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκώλυτος, -ον)
αυτός που δεν κωλύεται, ο ανεμπόδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + κωλυτός < κωλύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκωλυτί].
Greek Monotonic
ἀκώλῡτος: -ον (κωλύω), αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν παρακωλύεται, σε Λουκ.· επίρρ. -τως, σε Πλάτ.