ἀνακοιτάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(3)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anakoitazomai
|Transliteration C=anakoitazomai
|Beta Code=a)nakoita/zomai
|Beta Code=a)nakoita/zomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">deflower</b> a maiden, Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.390</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[deflower]] a maiden, Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.390</span>.</span>
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:35, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακοιτάζομαι Medium diacritics: ἀνακοιτάζομαι Low diacritics: ανακοιτάζομαι Capitals: ΑΝΑΚΟΙΤΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: anakoitázomai Transliteration B: anakoitazomai Transliteration C: anakoitazomai Beta Code: a)nakoita/zomai

English (LSJ)

   A deflower a maiden, Sch.Opp.H.1.390.

Spanish (DGE)

desflorar a una doncella, Sch.Opp.H.1.390.

Greek Monolingual

ἀνακοιτάζομαι)
νεοελλ.
βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα
αρχ.
(κυρίως γι' αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα- + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω να κοιμηθώ». Το νεοελλ. ανακοιτάζομαι < ανα- + κοιτάζομαι, με τη νεοελλ. σημασία του ρ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακοίταγμα].