ἀτολμία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ατολμία]], η (AM [[ἀτολμία]]) [[άτολμος]]<br />[[έλλειψη]] τόλμης, [[δειλία]].
|mltxt=και [[ατολμία]], η (AM [[ἀτολμία]]) [[άτολμος]]<br />[[έλλειψη]] τόλμης, [[δειλία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτολμία:''' ἡ, [[έλλειψη]] τόλμης, [[δειλία]], [[ανανδρία]], σε Θουκ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτολμία Medium diacritics: ἀτολμία Low diacritics: ατολμία Capitals: ΑΤΟΛΜΙΑ
Transliteration A: atolmía Transliteration B: atolmia Transliteration C: atolmia Beta Code: a)tolmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of daring, cowardice, E.Fr.364 (v.l. ἀνανδρία), Th.2.89, X.HG5.3.22, etc.    2 bashfulness, D.61.20.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Muthlosigkeit, Feigheit, Thuc. 4, 120; Ggstz τόλμα Xen. Hell. 5, 3, 22; öfter Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτολμία: ἡ, ἔλλειψις τόλμης, δειλία, Εὐρ. Ἀποσπ. 366 (ἄλλ. ἀνανδρία), Θουκ. 2. 89, κτλ. 2) ἁπλῶς τὸ μὴ τολμᾶν, τὸ ὑποχωρεῖν, Δημ. 1407. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de hardiesse, pusillanimité.
Étymologie: ἄτολμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 falta de audacia, cobardía (στρατόπεδα) ἔπεσεν ὑπ' ἐλασσόνων ... τῇ ἀτολμίᾳ Th.2.89, cf. 4.120, X.HG 5.3.22, D.C.37.32.3.
2 timidez τοῖς δ' ἀποθρασύνεσθαι βουλομένοις ἀτολμίαν ἡ σὴ σωφροσύνη παρεσκεύακεν D.61.20, cf. Hld.7.20.2.

Greek Monolingual

και ατολμία, η (AM ἀτολμία) άτολμος
έλλειψη τόλμης, δειλία.

Greek Monotonic

ἀτολμία: ἡ, έλλειψη τόλμης, δειλία, ανανδρία, σε Θουκ., Δημ.