ἀσυμφανής: Difference between revisions
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσυμφανής]], -ές (AM) [[συμφαίνω]]<br />Ι. 1. ο μη [[φανερός]], αυτός που δεν φαίνεται<br /><b>2.</b> ο [[μυστικός]], αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσυμφανῶς</i><br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> με [[ασάφεια]]. | |mltxt=[[ἀσυμφανής]], -ές (AM) [[συμφαίνω]]<br />Ι. 1. ο μη [[φανερός]], αυτός που δεν φαίνεται<br /><b>2.</b> ο [[μυστικός]], αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσυμφανῶς</i><br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> με [[ασάφεια]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσυμφᾰνής:''' невидимый, незаметный Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A dark, ὑπόνομος Arist.Mir.836b19; obscure, Porph.in Ptol.181: Sup., Dam.Pr.38. Adv. -νῶς obscurely, Arg.4 Ar.Ra., Suid.
German (Pape)
[Seite 380] ές, undeutlich, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμφᾰνής: -ές, ἀφανής, ἀόρατος, διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος ἀσυμφανής ἐστιν ὑπόνομος Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: σκοτεινός, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
-ές
I 1invisible ὑπόνομος Arist.Mir.836b19.
2 confuso, no claro φράσις Porph.in Ptol.181
•oscuro τρόπος ἀσυμφανέστατος Dam.Pr.38, ἀποκάλυψις Cyr.Al.M.71.24B, λόγος Cyr.Al.M.74.500C, de misterios del dogma cristiano, Cyr.Al.M.69.88A, 145A, de parábolas, Cyr.Al.M.72.624C, de la primera venida de Cristo, Cyr.H.Catech.15.1
•οὐκ ἀσυμφανὲς εἶναι, γενέσθαι, etc. ser claro, evidente Cyr.Al.M.68.192B, 70.181A, 71.249B
•neutr. subst. τὸ ἀσυμφανές la obscuridad Gr.Agr.Eccl.M.98.1048D.
II adv. -ῶς oscuramente, Tz.Comm.Ar.3.692.4, del hablar en parábolas, Cyr.Al.M.72.809C, Hsch., Sud.
•simbólicamente εἰς οἶνον ... τὸ ὕδωρ μετέβαλε ἀ. διδάξαι βουληθείς convirtió el agua en vino porque quería enseñar simbólicamente Didym.M.39.689C
•secretamente Basil.M.31.632D.
Greek Monolingual
ἀσυμφανής, -ές (AM) συμφαίνω
Ι. 1. ο μη φανερός, αυτός που δεν φαίνεται
2. ο μυστικός, αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους
II. επίρρ. ἀσυμφανῶς
1. κρυφά, μυστικά
2. με ασάφεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυμφᾰνής: невидимый, незаметный Arst.