αμμοδίαιτος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />(για ψάρια) αυτός που ζει στην άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br />(για ψάρια) αυτός που ζει στην άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δίαιτα]] «ζωή, [[τρόπος]] ζωής, [[διαμονή]], [[κατοικία]]»]. | ||
}} | }} |