αισχροποιός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αἰσχροποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαπράττει αίσχη<br /><b>2.</b> ο [[αιδοιολείκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[αἰσχροποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαπράττει αίσχη<br /><b>2.</b> ο [[αιδοιολείκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ποιὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αἰσχροποιῶ</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>αἰσχροποιία</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
αἰσχροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που διαπράττει αίσχη
2. ο αιδοιολείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + -ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. αρχ. αἰσχροποιῶ
μσν.
αἰσχροποιία].