ἄρκυς: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(6) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄρκυς]] (-υος), η (Α)<br /><b>1.</b> κυνηγετικό [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκυες ξίφους» — οι κίνδυνοι του ξίφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.[[ρίζα]] <i>arqu</i>- «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, [[κατά]] μία [[άποψη]], συνδέεται με τη λ. [[άρκευθος]] [[καθώς]] και με τις σλαβικές λέξεις που δηλώνουν την [[ιτιά]] (<b>[[πρβλ]].</b> ρωσ. <i>rokita</i> σερβ. <i>rakita</i>, τσεχ. <i>rakyta</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. <i>arq</i><i>ū</i>-<i>tᾱ</i>, απ' όπου και το λεττ. <i>erkuls</i> «[[αδράχτι]]»). Εξάλλου ο τ. [[άρκυς]] σχετίζεται πιθ. με την [[αράχνη]], ενώ δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή η [[άποψη]] ότι η λ. αποτελεί [[δάνειο]] από ανατολικές γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρκυστασία]], [[αρκυστάσιον]], [[αρκύστατος]], [[αρκυωρός]]]. | |mltxt=[[ἄρκυς]] (-υος), η (Α)<br /><b>1.</b> κυνηγετικό [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκυες ξίφους» — οι κίνδυνοι του ξίφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.[[ρίζα]] <i>arqu</i>- «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, [[κατά]] μία [[άποψη]], συνδέεται με τη λ. [[άρκευθος]] [[καθώς]] και με τις σλαβικές λέξεις που δηλώνουν την [[ιτιά]] (<b>[[πρβλ]].</b> ρωσ. <i>rokita</i> σερβ. <i>rakita</i>, τσεχ. <i>rakyta</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. <i>arq</i><i>ū</i>-<i>tᾱ</i>, απ' όπου και το λεττ. <i>erkuls</i> «[[αδράχτι]]»). Εξάλλου ο τ. [[άρκυς]] σχετίζεται πιθ. με την [[αράχνη]], ενώ δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή η [[άποψη]] ότι η λ. αποτελεί [[δάνειο]] από ανατολικές γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρκυστασία]], [[αρκυστάσιον]], [[αρκύστατος]], [[αρκυωρός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄρκῠς:''' -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. <i>ἄρκυες</i>, <i>-υας</i>, Αττ. συνηρ. <i>ἄρκῡς</i>· θηρευτικό [[δίχτυ]], [[δίχτυ]] κυνηγού, Λατ. [[cassis]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., <i>ἄρκυες ξίφους</i>, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 30 December 2018
English (LSJ)
(ἅρκ- Et.Gen., cf. Paus.Gr.Fr.73), υος, ἡ: pl., nom. and acc., ἄρκυες, -υας, Att. acc. ἄρκυς (v. infr.):—
A net, hunter's net, A.Ag.1116, Ch.1000: more freq. in pl., ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν Id.Eu.147 (lyr.); ἀρκύων μολεῖν ἔσω E.Cyc.196; ἄρκυς ἱστάναι to set nets, X.Cyn.6.5; διωκόμενον τὸν λαγὼ εἰς τὰς ἄρκυς ib.10; πλεξάμενος ἄρκυς Ar.Lys. 790: metaph., ἄρκυες ξίφους the toils, i. e. perils, of the sword, E.Med. 1278. 2 woman's hair-net, Hsch.
German (Pape)
[Seite 354] υος, ἡ, nach Eust. Od. 1535, 38 ἅρκυς, das Netz, Jagdnetz, Her. 7, 85; Plat. Legg. VIII, 844 e; übertr., Fallstrick, Gefahr, ἄρκυες ξίφους, Gefahr, durchs Schwert zu sterben, Eur. Med. 1278; vgl. Herc. fur. 729.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
1 rets, filet de chasse;
2 fig. αἱ ἄρκυες piège, embûche.
Étymologie: DELG aucune étym. sûre.
Greek Monolingual
ἄρκυς (-υος), η (Α)
1. κυνηγετικό δίχτυ
2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» — οι κίνδυνοι του ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα arqu- «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος καθώς και με τις σλαβικές λέξεις που δηλώνουν την ιτιά (πρβλ. ρωσ. rokita σερβ. rakita, τσεχ. rakyta < ΙΕ. arqū-tᾱ, απ' όπου και το λεττ. erkuls «αδράχτι»). Εξάλλου ο τ. άρκυς σχετίζεται πιθ. με την αράχνη, ενώ δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή η άποψη ότι η λ. αποτελεί δάνειο από ανατολικές γλώσσες.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρκυστασία, αρκυστάσιον, αρκύστατος, αρκυωρός].
Greek Monotonic
ἄρκῠς: -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. ἄρκυες, -υας, Αττ. συνηρ. ἄρκῡς· θηρευτικό δίχτυ, δίχτυ κυνηγού, Λατ. cassis, σε Αισχύλ.· συχνά σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., ἄρκυες ξίφους, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ.