αρτοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτοδότης]], ο (Μ)<br />αυτός που μοιράζει άρτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εργοδότης]], [[υπνοδότης]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀρτοδότης]], ο (Μ)<br />αυτός που μοιράζει άρτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]] (πρβλ. [[εργοδότης]], [[υπνοδότης]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀρτοδότης, ο (Μ)
αυτός που μοιράζει άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -δότης < δίδωμι (πρβλ. εργοδότης, υπνοδότης κ.ά.)].