ἀτιμαγέλης: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀτιμαγέλης]], ο (Α)<br />ο [[ταύρος]] που εγκαταλείπει την [[αγέλη]] και βόσκει [[μόνος]] του, [[κυρίως]] [[κατά]] την περίοδο της οχείας. | |mltxt=[[ἀτιμαγέλης]], ο (Α)<br />ο [[ταύρος]] που εγκαταλείπει την [[αγέλη]] και βόσκει [[μόνος]] του, [[κυρίως]] [[κατά]] την περίοδο της οχείας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτῑμᾰγέλης:''' -ου, ὁ ([[ἀγέλη]]), αυτός που περιφρονεί το [[κοπάδι]], δηλ. ο περιπλανώμενος, αυτός που τρέφεται [[μόνος]] του, σε Θεόκρ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, Dor. -ας, α, ὁ,
A despising the herd, i. e. straying, feeding alone, S.Fr.1026, Theoc.25.132, AP6.255 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 386] ὁ, der die Heerde verachtet, abgesondert von derselben allein weidet, B. A. p. 459 ὁ ἀποστάτης τῆς ἀγέλης ταῦρος; so Theocr. 25, 132; Eryc. 3 (VI, 255); Soph. frg. 850.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῑμᾰγέλης: -ου, ὁ, (ἀγέλη) «ὁ ἀποστάτης τῆς ἀγέλης ταῦρος, οὕτω Σοφοκλῆς» Α. Β. 459, 31 (Σοφ. Ἀποσπ. 850), Θεόκρ. 25. 132, Ἀνθ. Π. 6, 255· - «ἀτιμαγέλου, μὴ συναγελαζομένου» Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui abandonne le troupeau par dédain, qui paît solitaire.
Étymologie: ἄτιμος, ἀγέλη.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -ας Hsch.
toro desmandado, cimarrón, separado de la manada S.Fr.1026, οἳ καὶ ἀτιμαγέλαι βώσκοντι los cuales pastan separados de la manada (de toros consagrados a Helios), Theoc.25.132
•fig. de pers. insolidario ἀτιμαγέλαι δεινοὶ καὶ ἀγέρωχοι Cyr.Al.M.70.1041B
•como adj. ταῦρος ... ἀ. AP 6.255.2 (Eryc.).
Greek Monolingual
ἀτιμαγέλης, ο (Α)
ο ταύρος που εγκαταλείπει την αγέλη και βόσκει μόνος του, κυρίως κατά την περίοδο της οχείας.
Greek Monotonic
ἀτῑμᾰγέλης: -ου, ὁ (ἀγέλη), αυτός που περιφρονεί το κοπάδι, δηλ. ο περιπλανώμενος, αυτός που τρέφεται μόνος του, σε Θεόκρ., Ανθ.