βλεννώδης: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[βλεννώδης]]) [[βλέννα]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[βλέννα]]<br /><b>2.</b> ανατομικό ή παθολογοανατομικό [[στοιχείο]] που έχει τη [[μορφή]] βλέννας ή παράγει [[βλέννα]]. | |mltxt=-ες (Α [[βλεννώδης]]) [[βλέννα]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[βλέννα]]<br /><b>2.</b> ανατομικό ή παθολογοανατομικό [[στοιχείο]] που έχει τη [[μορφή]] βλέννας ή παράγει [[βλέννα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βλεννώδης:''' <b class="num">1)</b> похожий на слизь (πολυπόδες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> покрытый слизью (κέφαλοι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A slimy, mucous, Hp.Morb.2.12, Arist.HA591a26.
German (Pape)
[Seite 448] ες (mit der v. l. βλενώδης), schlammig, Arist. H. A. 8, 2; schleimig, rotzig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βλεννώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς βλέννον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ.8.2.26.
Spanish (DGE)
-ες
mucoso, viscoso Hp.Epid.4.1, Morb.2.12, Arist.HA 591a26, Mnesith.Ath.26.4, Gal.6.701.
Greek Monolingual
-ες (Α βλεννώδης) βλέννα
1. όμοιος με βλέννα
2. ανατομικό ή παθολογοανατομικό στοιχείο που έχει τη μορφή βλέννας ή παράγει βλέννα.
Russian (Dvoretsky)
βλεννώδης: 1) похожий на слизь (πολυπόδες Arst.);
2) покрытый слизью (κέφαλοι Arst.).