Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βλεννώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[βλεννώδης]]) [[βλέννα]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[βλέννα]]<br /><b>2.</b> ανατομικό ή παθολογοανατομικό [[στοιχείο]] που έχει τη [[μορφή]] βλέννας ή παράγει [[βλέννα]].
|mltxt=-ες (Α [[βλεννώδης]]) [[βλέννα]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[βλέννα]]<br /><b>2.</b> ανατομικό ή παθολογοανατομικό [[στοιχείο]] που έχει τη [[μορφή]] βλέννας ή παράγει [[βλέννα]].
}}
{{elru
|elrutext='''βλεννώδης:''' <b class="num">1)</b> похожий на слизь (πολυπόδες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> покрытый слизью (κέφαλοι Arst.).
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεννώδης Medium diacritics: βλεννώδης Low diacritics: βλεννώδης Capitals: ΒΛΕΝΝΩΔΗΣ
Transliteration A: blennṓdēs Transliteration B: blennōdēs Transliteration C: vlennodis Beta Code: blennw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A slimy, mucous, Hp.Morb.2.12, Arist.HA591a26.

German (Pape)

[Seite 448] ες (mit der v. l. βλενώδης), schlammig, Arist. H. A. 8, 2; schleimig, rotzig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βλεννώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς βλέννον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ.8.2.26.

Spanish (DGE)

-ες
mucoso, viscoso Hp.Epid.4.1, Morb.2.12, Arist.HA 591a26, Mnesith.Ath.26.4, Gal.6.701.

Greek Monolingual

-ες (Α βλεννώδης) βλέννα
1. όμοιος με βλέννα
2. ανατομικό ή παθολογοανατομικό στοιχείο που έχει τη μορφή βλέννας ή παράγει βλέννα.

Russian (Dvoretsky)

βλεννώδης: 1) похожий на слизь (πολυπόδες Arst.);
2) покрытый слизью (κέφαλοι Arst.).