ἀπαράβατος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαράβατος]], -ον)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί ή δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να παραβεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν παραβαίνει [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαράβατος]], -ον)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί ή δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να παραβεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν παραβαίνει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαράβᾰτος:''' -ον ([[παραβαίνω]]), αυτός τον οποίο δεν μπορεί να παραβεί [[κάποιος]] ή να τον μεταβάλλει σε [[κάτι]] [[άλλο]], αυτός που δεν παρέρχεται, [[αμετάτρεπτος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράβᾰτος Medium diacritics: ἀπαράβατος Low diacritics: απαράβατος Capitals: ΑΠΑΡΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: aparábatos Transliteration B: aparabatos Transliteration C: aparavatos Beta Code: a)para/batos

English (LSJ)

ον,

   A unalterable, εἱρμὸς αἰτιῶν Stoic.2.266; ἐπιπλοκή, of causation, Chrysipp.ib.293; τάξις Plu.2.410f; ἡ τῆς κινήσεως ἰδέα Ocell.1.15; infallible, προρρήσεις Iamb.VP28.135, cf. Philum.Ven. 4.14; also of persons, Cat.Cod.Astr.8(4).215. Adv. -τως Chrysippsipp.Stoic.2.279.    2 inviolable, κύρια καὶ ἀ. PRyl.65.18 (i B.C.), cf. PGrenf.1.60.7 (vi A.D.).    3 permanent, perpetual, ἱερωσύνη Ep.Hebr.7.24.    3 Act., not transgressing, J.AJ18.8.2; ἀ. τῶν καθηκόντων Hierocl.in CA10p.435M. Adv. -τως Arr.Epict.2.15.1.

German (Pape)

[Seite 279] 1) nicht zu übertreten, unverletzbar, νόμος Epict., wie Plut. Symp. 9, 14, 6; fest, unwandelbar, θεῖος λόγος fat. 1, oft. – 2) nicht auf einen Andern übergehend, ἱερωσύνη ep. Hebr. 7, 27; die bestimmten Grenzen nichtüberschreitend, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράβατος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβῇ ἢ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 210F, 745D. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ μεταβαίνων εἰς ἕτερον, π.χ. ἐπὶ ὑπουργήματος ἢ ἀξιώματος, ὅθεν ὁ μὴ παρερχόμενος, μὴ φθειρόμενος, ἀμετάβλητος, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 24. 2) ὁ μὴ παραβαίνων, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 8, 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne doit pas transgresser.
Étymologie: ἀ, παραβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
I de abstr. y n. de acción
1 que no puede ser transgredido ἀ. ἐπιπλοκή la inalterable concatenación causal Chrysipp.Stoic.2.293, εἱρμὸς ... αἰτιῶν Chrysipp.Stoic.2.266, τάξις Plu.2.410f, M.Ant.12.14, (ἡ τῆς κινήσεως ἰδέα) Ocell.1.15.
2 inviolable, perpetuo κύρια καὶ ἀπαράβατα PRyl.65.18 (I a.C.), ἄτρωτα καὶ ἀσάλευτα καὶ ἀπαράβατα PLond.1015.12 (VI d.C.), ἱερωσύνη Ep.Hebr.7.24, καὶ πᾶν τὸ βέλτιστον φαινόμενον ἔστω σοι νόμος ἀ. y que sea para ti ley inviolable todo lo que te parezca mejor Epict.Ench.51.2, πράσις PGrenf.1.60.7 (VI d.C.), παράδοσις Basil.M.32.117A.
II gener. de pers.
1 que no incumple εἰς νῦν ἀπαράβατοι μεμενηκότες I.AI 18.266, ἀ. τῶν καθηκόντων Hierocl.in CA 10.13.
2 que no falla, infalible de pers. Cat.Cod.Astr.8(4).215
de abstr. προρρήσεις ... σεισμῶν ἀπαράβατοι Iambl.VP 135, τοῦτο ἀπαράβατον Philum.Ven.4.14, cf. Procl.CP Or.M.65.728A.
III adv. -τως
1 inalterablemente γίγνεσθαι Chrysipp.Stoic.2.279.
2 inflexiblemente ἐμμένειν Arr.Epict.2.15.1, προβλέπειν Didym.Trin.2.7.12.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of παραβαίνω; not passing away, i.e. untransferable (perpetual): unchangeable.

English (Thayer)

ἀπαράβατον (παραβαίνω), from the phrase παραβαίνειν νόμον to transgress i. e. to violate, signifying either unviolated, or not to be violated, inviolable: ἱερωσύνη unchangeable and therefore not liable to pass to a successor, Lob. ad Phryn., p. 313; in Josephus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαράβατος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί ή δεν πρέπει κανείς να παραβεί
αρχ.
1. αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο σταθερός
2. όποιος δεν παραβαίνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀπαράβᾰτος: -ον (παραβαίνω), αυτός τον οποίο δεν μπορεί να παραβεί κάποιος ή να τον μεταβάλλει σε κάτι άλλο, αυτός που δεν παρέρχεται, αμετάτρεπτος, σε Καινή Διαθήκη