γύπινος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γύπινος]], -η, -ον (Α) [[γυψ]]<br />αυτός που ανήκει στον γύπα.
|mltxt=[[γύπινος]], -η, -ον (Α) [[γυψ]]<br />αυτός που ανήκει στον γύπα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γύπινος:''' [ῡ], -η, -ον ([[γύψ]]), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡπινος Medium diacritics: γύπινος Low diacritics: γύπινος Capitals: ΓΥΠΙΝΟΣ
Transliteration A: gýpinos Transliteration B: gypinos Transliteration C: gypinos Beta Code: gu/pinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of a vulture, πτέρυξ Luc.Icar.11.

German (Pape)

[Seite 512] vom Geier, πτέρυξ Luc. Icarom. 11.

Greek (Liddell-Scott)

γύπινος: [ῡ], -η, -ον, ἀνήκων εἰς γῦπα, πτέρυξ Λουκ. Ἰκαρ. 11.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de vautour.
Étymologie: γύψ.

Spanish (DGE)

-η, -ον
propio del buitre πτέρυξ ἡ γ. Luc.Icar.11, cf. DP 18.10.

Greek Monolingual

γύπινος, -η, -ον (Α) γυψ
αυτός που ανήκει στον γύπα.

Greek Monotonic

γύπινος: [ῡ], -η, -ον (γύψ), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ.