δειλινό: Difference between revisions
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(8) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[δειλινός]], -ή, -όν)<br />[[δειλινό]] (AM το ουδ. ως ουσ.)<br /><b>1.</b> το [[δείλι]]<br /><b>2.</b> το βραδινό [[φαγητό]], το [[δείπνο]] («έφαγα το [[δειλινό]] μου»)<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[κατά]] το [[δειλινό]] («το [[δειλινό]] θε να 'ρθω», «... ὡς περιπατήσαιμι τὸ δειλινὸν ἐν Κεραμεικῷ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυτό]] του οποίου τα [[άνθη]] ανοίγουν το [[δειλινό]] και ξανακλείνουν τα πέταλά τους το [[πρωί]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=το (AM [[δειλινός]], -ή, -όν)<br />[[δειλινό]] (AM το ουδ. ως ουσ.)<br /><b>1.</b> το [[δείλι]]<br /><b>2.</b> το βραδινό [[φαγητό]], το [[δείπνο]] («έφαγα το [[δειλινό]] μου»)<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[κατά]] το [[δειλινό]] («το [[δειλινό]] θε να 'ρθω», «... ὡς περιπατήσαιμι τὸ δειλινὸν ἐν Κεραμεικῷ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυτό]] του οποίου τα [[άνθη]] ανοίγουν το [[δειλινό]] και ξανακλείνουν τα πέταλά τους το [[πρωί]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[δειλινή]]<br />το [[απόγευμα]] («νύκτας, ἡμέρας καὶ πουρνὰς καὶ δειλινὰς κ' ἑσπέρας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δείλι]]<br /><b>2.</b> ο [[δυτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθ. [[δειλινός]] <span style="color: red;"><</span> [[δείλη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
το (AM δειλινός, -ή, -όν)
δειλινό (AM το ουδ. ως ουσ.)
1. το δείλι
2. το βραδινό φαγητό, το δείπνο («έφαγα το δειλινό μου»)
3. (ως επίρρ.) κατά το δειλινό («το δειλινό θε να 'ρθω», «... ὡς περιπατήσαιμι τὸ δειλινὸν ἐν Κεραμεικῷ»)
νεοελλ.
1. φυτό του οποίου τα άνθη ανοίγουν το δειλινό και ξανακλείνουν τα πέταλά τους το πρωί
μσν.
το θηλ. ως ουσ. η δειλινή
το απόγευμα («νύκτας, ἡμέρας καὶ πουρνὰς καὶ δειλινὰς κ' ἑσπέρας»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείλι
2. ο δυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθ. δειλινός < δείλη.