διακεάζω: Difference between revisions
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
(9) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διακεάζω]] (Α) [[κεάζω]]<br />[[κόβω]] στα δύο, [[σχίζω]] στα δύο. | |mltxt=[[διακεάζω]] (Α) [[κεάζω]]<br />[[κόβω]] στα δύο, [[σχίζω]] στα δύο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διακεάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[κόβω]], [[σχίζω]] στα [[δύο]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A cleave asunder, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, cf. A.R.4.392.
German (Pape)
[Seite 581] (s. κεάζω), durchspalten, zerspalten; in tmesi Homer. Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι; Apoll. Rh. 4, 392 νῆα καταφλέξαι, διά τ' ἔμπεδα πάντα κεάσσαι.
Greek (Liddell-Scott)
διακεάζω: μέλλ. -άσω, κόπτω εἰς δύο, διασχίζω, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo en tm.]
1 partir en dos, dividir en pedazos, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, en v. pas. διὰ δὴ πάλαι ἥδε κεάσθη νηῦς ἱερή A.R.4.1267.
2 consumir por el fuego (quizá por una antigua interpr. de Od.15.322) διά τ' ἀμφαδὰ πάντα κεάσσαι A.R.4.392.
Greek Monolingual
διακεάζω (Α) κεάζω
κόβω στα δύο, σχίζω στα δύο.