δυσόρφναιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσόρφναιος]], -α, -ον (Α)<br />ο πολύ [[σκοτεινός]], [[κατάμαυρος]].
|mltxt=[[δυσόρφναιος]], -α, -ον (Α)<br />ο πολύ [[σκοτεινός]], [[κατάμαυρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσόρφναιος:''' -α, -ον ([[ὄρφνη]]), [[πολύ]] [[σκοτεινός]], [[κατασκότεινος]], [[θεοσκότεινος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσόρφναιος Medium diacritics: δυσόρφναιος Low diacritics: δυσόρφναιος Capitals: ΔΥΣΟΡΦΝΑΙΟΣ
Transliteration A: dysórphnaios Transliteration B: dysorphnaios Transliteration C: dysorfnaios Beta Code: duso/rfnaios

English (LSJ)

α, ον,

   A dusky, τρύχη E.Ph.325 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 685] sehr finster, Eur. Phoen. 325.

Greek (Liddell-Scott)

δυσόρφναιος: -α, -ον, λίαν σκοτεινός, τρύχη Εὐρ. Φοιν. 325.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ténébreux et effrayant.
Étymologie: δυσ-, ὄρφνη.

Spanish (DGE)

-ον oscuro, tenebroso τρύχη E.Ph.325.

Greek Monolingual

δυσόρφναιος, -α, -ον (Α)
ο πολύ σκοτεινός, κατάμαυρος.

Greek Monotonic

δυσόρφναιος: -α, -ον (ὄρφνη), πολύ σκοτεινός, κατασκότεινος, θεοσκότεινος, σε Ευρ.