εἰσίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(10)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσίζομαι]] (Α)<br />[[κάθομαι]] [[χαμηλά]].
|mltxt=[[εἰσίζομαι]] (Α)<br />[[κάθομαι]] [[χαμηλά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσίζομαι:''' Μέσ., [[κάθομαι]] σε, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσίζομαι Medium diacritics: εἰσίζομαι Low diacritics: εισίζομαι Capitals: ΕΙΣΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: eisízomai Transliteration B: eisizomai Transliteration C: eisizomai Beta Code: ei)si/zomai

English (LSJ)

   A take one's station in, ἐσίζεσθαι λόχον ἀνδρῶν Il.13.285.

German (Pape)

[Seite 743] λόχον, sich in einen. Hinterhalt legen, Il. 13, 285.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσίζομαι: μέσ. κάθημαι εἰς, ἐπειδὰν πρῶτον ἐσίζηται λόχον ἀνδρῶν, «ἐπὰν ἅπαξ καθεσθῇ ἐν τῇ ἐνέδρᾳ τῶν ἀνδρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 285.

Greek Monolingual

εἰσίζομαι (Α)
κάθομαι χαμηλά.

Greek Monotonic

εἰσίζομαι: Μέσ., κάθομαι σε, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.