εἰσδρομή: Difference between revisions
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰσδρομή]] και ἐσδρομή, η (Α)<br />[[εισβολή]], [[επιδρομή]]. | |mltxt=[[εἰσδρομή]] και ἐσδρομή, η (Α)<br />[[εισβολή]], [[επιδρομή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰσδρομή:''' ἡ, [[επιδρομή]], σφοδρή [[επίθεση]], σε Ευρ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A inroad, onslaught, E.Rh.604; of one who throws himself into a besieged place, Th.2.25; into a house, J.BJ5.10.3.
German (Pape)
[Seite 742] ἡ, das Einlaufen, der Angriff; ποιεῖσθαι Eur. Rhes. 604; Thuc. 2, 25.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσδρομή: ἡ, ἐπιδρομή, εἰσβολή, ἐπίθεσις, Εὐρ. Ρῆσ. 604· ἔφοδος, ὀλίγους τινὰς ἐν τῇ ἐπιδρομῇ ἀπολέσας τῶν μεθ’ ἑαυτοῦ Θουκ. 2. 25.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
anc. att. ἐσδρομή;
incursion.
Étymologie: εἰς, ἔδραμον.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Th.2.25, E.Rh.604
1 irrupción milit. incursión πυλῶν ἔσω E.l.c., cf. Th.l.c., I.BI 5.434.
2 entrada, acceso τὴν εἰς Ἅγια τῶν ἁγίων εἰσδρομὴν οὐκ ἔχοντες Cyr.Al.M.68.684B, cf. M.69.545D.
Greek Monolingual
εἰσδρομή και ἐσδρομή, η (Α)
εισβολή, επιδρομή.