δυσχώριστος: Difference between revisions

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσχώριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[δυσκολοχώριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα διακρίνεται.
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσχώριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[δυσκολοχώριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα διακρίνεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχώριστος:''' в котором трудно разобраться, запутанный (Polyb. - v. l. [[δυσχώρητος]]).
}}
}}

Revision as of 19:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχώριστος Medium diacritics: δυσχώριστος Low diacritics: δυσχώριστος Capitals: ΔΥΣΧΩΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyschṓristos Transliteration B: dyschōristos Transliteration C: dyschoristos Beta Code: dusxw/ristos

English (LSJ)

ον,

   A hard to separate, Gal.2.700 (Comp.); hard to distinguish, ἡ κολακεία τῆς φιλίας δ. Plu.2.51a.

German (Pape)

[Seite 691] schwer zu trennen, zu lösen, Plut. de adul. et am. discr. 5. S. δυσχώρητος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχώριστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ χωρίσῃ τις, ἀδιαχώριστος, ἀδιάλυτος, Πολύβ. 24. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à séparer, à démêler.
Étymologie: δυσ-, χωρίζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de abrir separando ὁ ὑμήν Gal.2.350, σώματα Gal.2.700.
2 difícil de distinguir ἡ κολακεία τῆς φιλίας ... δ. Plu.2.51a, δυσχώριστα ... τὰ τῶν ἡλικιῶν Dauid in Porph.176.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσχώριστος, -ον)
1. δυσκολοχώριστος
2. αυτός που δύσκολα διακρίνεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσχώριστος: в котором трудно разобраться, запутанный (Polyb. - v. l. δυσχώρητος).