εἴσοπτος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἴσοπτος]] και ἔσοπτος, -ον (Α)<br />[[ορατός]], [[προσιτός]] στη θέα. | |mltxt=[[εἴσοπτος]] και ἔσοπτος, -ον (Α)<br />[[ορατός]], [[προσιτός]] στη θέα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἴσοπτος:''' -ον ([[εἰσόψομαι]], μέλ. του [[εἰσοράω]]), [[ορατός]], [[ολοφάνερος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A visible, βιεφάροις θνατῶν ἔς. Simon.58.4, cf. Hdt.2.138, Antipho Soph.6.
German (Pape)
[Seite 744] anzusehen, sichtbar, Her. 2, 138.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσοπτος: -ον, ὁρατός, Σιμωνίδ. 26, Ἡρόδ. 2. 138.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
visible.
Étymologie: εἰσοράω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἐσ- Simon.74.5, Hdt.2.138
visible (ἁ Ἀρετά) οὐδὲ πάντων βλεφάροισι θνατῶν ἔ. Simon.l.c., ἱρόν Hdt.l.c., cf. Antipho Soph.B 6.
Greek Monolingual
εἴσοπτος και ἔσοπτος, -ον (Α)
ορατός, προσιτός στη θέα.
Greek Monotonic
εἴσοπτος: -ον (εἰσόψομαι, μέλ. του εἰσοράω), ορατός, ολοφάνερος, σε Ηρόδ.