δυσκάθεκτος: Difference between revisions
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκάθεκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα συγκρατείται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συγκρατείται στον νου<br /><b>2.</b> (για πλούτο) αυτός που δύσκολα διαφυλάσσεται. | |mltxt=[[δυσκάθεκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα συγκρατείται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συγκρατείται στον νου<br /><b>2.</b> (για πλούτο) αυτός που δύσκολα διαφυλάσσεται. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσκάθεκτος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δύσκολα συγκρατιέται, [[ασυγκράτητος]], [[ορμητικός]], <i>ἵπποι</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to hold in, ἵπποι X.Mem.4.1.3 (Sup.); πλήθη Plu.Num.4: metaph., Corn.ND30; πλοῦτος Luc.Tim.29 (s.v.l., al. δυσκάτοχος); hard to keep in mind, retain, Plu.2.408b.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zurückzuhalten, zu bändigen, von Pferden u. Menschen; Xen. Mem. 4, 1, 3; superl., 4; πλῆθος Plut. Num. 4; ὁρμή Amat. 4; πλοῦτος Luc. Tim. 29.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκάθεκτος: -ον, δυσκόλως κατεχόμενος, συγκρατούμενος, ἵπποι Ξεν Ἀπομν. 4. 1, 3, Πλούτ. Νουμ. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à contenir, fougueux, effréné.
Étymologie: δυσ-, κατέχω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de sujetar, reprimir o gobernar ἵπποι X.Mem.4.1.3, cf. Chrys.M.48.846, Them.in de An.38.9, πλήθη Plu.Num.4, τὸν δῆμον ... τῇ βουλῇ δυσκάθεκτον ὄντα Plu.Cat.Ma.27, ἔθνη δυσκάθεκτα καὶ μαχόμενα καθάπερ ζῷα Plu.2.330b
•de pers. y dioses δυσκάθεκτόν τι καὶ ὁρμητικὸν ἐχόντων (τῶν Σατύρων) Corn.ND 30, τοὺς δυσκαθέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ θυμοειδεῖς Plu.2.31d, νέοι, καὶ δυσκάθεκτοι ταῖς ὁρμαῖς Gr.Naz.M.36.513D, cf. Basil.M.31.912A, 181C
•fig. de abstr. δυσκάθεκτον πρᾶγμα algo difícil de reprimir ref. a los insultos, Plu.2.810e, ἡ πολιτεία Plu.Luc.38, πόθος Gr.Naz.M.37.948A, ἐπιθυμίαι Basil.M.32.1380C, ὁρμαί Basil.Ep.2.2
•neutr. subst. dificultad de reprimir c. gen. τὸ δ. τῆς ὀργῆς Basil.Ep.25.2
•medic. difícil de sujetar, retener, contener τὰ ἔντερα ... ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ Gal.10.412, χυμός Gal.19.489.
2 fig. difícil de retener en la memoria, un oráculo, Plu.2.408b.
Greek Monolingual
δυσκάθεκτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα συγκρατείται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα συγκρατείται στον νου
2. (για πλούτο) αυτός που δύσκολα διαφυλάσσεται.
Greek Monotonic
δυσκάθεκτος: -ον (κατέχω), αυτός που δύσκολα συγκρατιέται, ασυγκράτητος, ορμητικός, ἵπποι, σε Ξεν.