δυσκατάστατος: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκατάστατος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει. | |mltxt=[[δυσκατάστατος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσκατάστᾰτος:''' -ον (καθ-[[ίστημι]]), [[δύσκολος]] να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 682] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάστᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à apaiser.
Étymologie: δυσ-, καθίστημι.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de arreglar, de mal arreglo τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar X.Cyr.5.3.43.
2 difícil de establecer, de comprender ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.in Phdr.132.
Greek Monolingual
δυσκατάστατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.
Greek Monotonic
δυσκατάστᾰτος: -ον (καθ-ίστημι), δύσκολος να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.