δολοπλοκία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δολοπλοκία]]) [[δολοπλόκος]]<br />[[εξύφανση]] [[δόλων]], [[μηχανορραφία]].
|mltxt=η (AM [[δολοπλοκία]]) [[δολοπλόκος]]<br />[[εξύφανση]] [[δόλων]], [[μηχανορραφία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δολοπλοκία:''' ἡ, [[δολιότητα]], πονηριά, [[πανουργία]], σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολοπλοκία Medium diacritics: δολοπλοκία Low diacritics: δολοπλοκία Capitals: ΔΟΛΟΠΛΟΚΙΑ
Transliteration A: doloplokía Transliteration B: doloplokia Transliteration C: doloplokia Beta Code: doloploki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A subtlety, craft, in pl., Thgn.226, Hp.Ep.17.

German (Pape)

[Seite 655] ἡ, das Listenflechten, ein listiger Anschlag; Theogn. 226; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δολοπλοκία: ἡ, δολιότης, πανουργία, Θέογν. 226.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enchevêtrement de ruses, intrigue.
Étymologie: δολοπλόκος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Morfología: [plu. dat. -ῃσι Hp.Ep.17.7]
argucia, intriga, tergiversación δολοπλοκίαι ... ἄπιστοι Thgn.226, δολοπλοκίῃσι ἀνθαμιλλεῦντες rivalizando en artimañas Hp.l.c.

Greek Monolingual

η (AM δολοπλοκία) δολοπλόκος
εξύφανση δόλων, μηχανορραφία.

Greek Monotonic

δολοπλοκία: ἡ, δολιότητα, πονηριά, πανουργία, σε Θέογν.