ἐμμέθοδος: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐμμέθοδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με μέθοδο, [[μεθοδικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμμέθοδο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μεθοδικότητα]], [[συστηματική]] [[τακτοποίηση]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐμμέθοδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με μέθοδο, [[μεθοδικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμμέθοδο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μεθοδικότητα]], [[συστηματική]] [[τακτοποίηση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμμέθοδος:''' методически построенный, продуманный ([[λόγος]] Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A according to rule or system, S.E.P.2.21; τὸ ἐ. systematic arrangement, Ph.2.512. Adv. -δως systematically, Cleom.2.1, Hero*Deff.138.5, A.D.Synt.155.21, S.E.M.1.188, etc.: Comp. -ώτερον Procl.Hyp.6.2.
German (Pape)
[Seite 808] methodisch, kunstgemäß u. regelrecht, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμέθοδος: -ον, μεθοδικός, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· τὸ ἐμμ., συστηματικὴ τακτοποίησις, διάταξις, Φίλων 2. 512. - Ἐπίρρ. ἐμμεθόδως, μεθοδικῶς, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ον
1 conforme a un método o criterio, sistemático, científico ἐμμεθόδοις ἀποδείξεσι χρησάμενοι S.E.M.1.188, λόγος S.E.P.2.21, Ammon.in Int.82.29, χειρουργία ἐστὶν ἄρσις ἐ. τοῦ ... ἀλλοτρίου Gal.14.780, ἀποφυγή Aristid.Quint.133.2, cf. Procl.in Ti.1.261.18, Simp.in Cael.656.5, compar. τὸ μετεωροσκοπεῖον τοῦ ἀστρολάβου ... ἐμμεθοδώτερον κατεσκεύασται Procl.Hyp.6.2
•subst. τὸ ἐμμέθοδον sistematicidad λογικῇ φύσει τὸ ἐ. οἰκεῖον Ph.2.512, cf. S.E.P.2.48.
2 adv. -ως metódica, sistemáticamente σαφῶς τε καὶ ἐ. δείξομεν Hero Def.138.5, cf. A.D.Synt.155.21, S.E.M.1.188, ἐ. δὲ χρῆται τῇ αἰτίᾳ Asp.in EN 15.3, cf. Aët.11.29, τὰ ἑξάγωνα ὁ Ποτάμων ἐ. ἀνέγραψε Simp.in Cael.654.12, cf. Aristid.Pro.139.3, Cleom.2.1.343, Syrian.in Hermog.2.81.2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐμμέθοδος, -ον)
1. αυτός που γίνεται με μέθοδο, μεθοδικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμέθοδο(ν)
μεθοδικότητα, συστηματική τακτοποίηση.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμέθοδος: методически построенный, продуманный (λόγος Sext.).