ἐμβίωσις: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμβίωσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[τρόπος]] διαβιώσεως<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[διατήρηση]] στη ζωή και [[συνέχιση]] της αύξησης τους [[μετά]] τη [[μεταφύτευση]]. | |mltxt=[[ἐμβίωσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[τρόπος]] διαβιώσεως<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[διατήρηση]] στη ζωή και [[συνέχιση]] της αύξησης τους [[μετά]] τη [[μεταφύτευση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμβίωσις:''' εως ἡ (о растениях) жизнедеятельность, жизнь Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A maintenance of life, LXXSi.38.14. 2 way of living, ib.3 Ma.3.23. II taking root, Plu.2.640d.
German (Pape)
[Seite 805] ἡ, von Pflanzen, das Gedeihen, Fortkommen, Plut. Symp. 2, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβίωσις: -εως, ἡ, τὸ ζῆν καὶ αὐξάνεσθαι, Πλούτ. 2. 640D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de vivre dans ou sur.
Étymologie: ἐμβιόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 recursos de vida φονεύων τὸν πλησίον ὁ ἀφαιρούμενος ἐμβίωσιν LXX Si.34.22, cf. 38.14, λεπτὸν ... καὶ ξηρὸν (τὸν φλοιόν) οὐ παρέχειν ... ἐμβίωσιν τοῖς ἐντιθεμένοις Plu.2.640d.
2 estilo de vida μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως LXX 3Ma.3.23.
Greek Monolingual
ἐμβίωσις, η (Α)
1. τρόπος διαβιώσεως
2. (για φυτά) διατήρηση στη ζωή και συνέχιση της αύξησης τους μετά τη μεταφύτευση.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβίωσις: εως ἡ (о растениях) жизнедеятельность, жизнь Plut.