έλξη: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(11)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἕλξις]])<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[έλκω]], το να έλκεται, να σύρεται [[κάτι]] [[προς]] ορισμένη [[διεύθυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελκυστικότητα]], [[γοητεία]]<br /><b>2.</b> η [[δύναμη]] που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά [[μέσα]] κ.λπ. («ίπποι έλξεως»)<br /><b>3.</b> η κατακόρυφη [[ανύψωση]] του σώματος με [[εξάρτηση]] τών χεριών από δοκό<br /><b>4.</b> η [[ιδιότητα]] τών υλικών σωμάτων και τών μορίων τους να ασκούν αμοιβαία δυνάμεις που τείνουν να πλησιάσουν το ένα [[προς]] το [[άλλο]] ή να διατηρούν τη [[συνοχή]] τους<br /><b>5.</b> το [[ιδίωμα]] φθόγγων της βυζαντινής μουσικής να ελκύουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τους [[αμέσως]] οξύτερους ή τους [[αμέσως]] βαρύτερους ήχους<br /><b>6.</b> [[σχήμα]] του λόγου [[κατά]] το οποίο όρος προτάσεως έλκεται, υφίσταται [[επίδραση]] (ως [[προς]] την [[πτώση]], το [[γένος]], τον αριθμό, την [[έγκλιση]], τον χρόνο ή τη [[διάθεση]]) από όρο άλλης προτάσεως της ίδιας περιόδου («ο Χάρος όπου τάκουσε πολύ του βαροφάνη» [[[αντί]] «του Χάρου... του βαροφάνη»], «τήν οὐσίαν, ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῑ, [[ἀξία]] ἐστι [[δέκα]] ταλάντων» [[[αντί]] «ἡ [[οὐσία]]... [[ἀξία]] ἐστί...»])<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[έλξη]] γλώσσας» <br />α) [[μέθοδος]] τεχνητής αναπνοής<br />β) το [[τράβηγμα]] της γλώσσας [[προς]] τα έξω σε [[περίπτωση]] βαθειάς νάρκωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τέντωμα]] του τόξου<br /><b>2.</b> [[κατάποση]], [[ρούφηγμα]].
|mltxt=η (AM [[ἕλξις]])<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[έλκω]], το να έλκεται, να σύρεται [[κάτι]] [[προς]] ορισμένη [[διεύθυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελκυστικότητα]], [[γοητεία]]<br /><b>2.</b> η [[δύναμη]] που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά [[μέσα]] κ.λπ. («ίπποι έλξεως»)<br /><b>3.</b> η κατακόρυφη [[ανύψωση]] του σώματος με [[εξάρτηση]] τών χεριών από δοκό<br /><b>4.</b> η [[ιδιότητα]] τών υλικών σωμάτων και τών μορίων τους να ασκούν αμοιβαία δυνάμεις που τείνουν να πλησιάσουν το ένα [[προς]] το [[άλλο]] ή να διατηρούν τη [[συνοχή]] τους<br /><b>5.</b> το [[ιδίωμα]] φθόγγων της βυζαντινής μουσικής να ελκύουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τους [[αμέσως]] οξύτερους ή τους [[αμέσως]] βαρύτερους ήχους<br /><b>6.</b> [[σχήμα]] του λόγου [[κατά]] το οποίο όρος προτάσεως έλκεται, υφίσταται [[επίδραση]] (ως [[προς]] την [[πτώση]], το [[γένος]], τον αριθμό, την [[έγκλιση]], τον χρόνο ή τη [[διάθεση]]) από όρο άλλης προτάσεως της ίδιας περιόδου («ο Χάρος όπου τάκουσε πολύ του βαροφάνη» [[[αντί]] «του Χάρου... του βαροφάνη»], «τήν οὐσίαν, ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῖ, [[ἀξία]] ἐστι [[δέκα]] ταλάντων» [[[αντί]] «ἡ [[οὐσία]]... [[ἀξία]] ἐστί...»])<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[έλξη]] γλώσσας» <br />α) [[μέθοδος]] τεχνητής αναπνοής<br />β) το [[τράβηγμα]] της γλώσσας [[προς]] τα έξω σε [[περίπτωση]] βαθειάς νάρκωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τέντωμα]] του τόξου<br /><b>2.</b> [[κατάποση]], [[ρούφηγμα]].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 13 October 2022

Greek Monolingual

η (AM ἕλξις)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση
νεοελλ.
1. ελκυστικότητα, γοητεία
2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως»)
3. η κατακόρυφη ανύψωση του σώματος με εξάρτηση τών χεριών από δοκό
4. η ιδιότητα τών υλικών σωμάτων και τών μορίων τους να ασκούν αμοιβαία δυνάμεις που τείνουν να πλησιάσουν το ένα προς το άλλο ή να διατηρούν τη συνοχή τους
5. το ιδίωμα φθόγγων της βυζαντινής μουσικής να ελκύουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τους αμέσως οξύτερους ή τους αμέσως βαρύτερους ήχους
6. σχήμα του λόγου κατά το οποίο όρος προτάσεως έλκεται, υφίσταται επίδραση (ως προς την πτώση, το γένος, τον αριθμό, την έγκλιση, τον χρόνο ή τη διάθεση) από όρο άλλης προτάσεως της ίδιας περιόδου («ο Χάρος όπου τάκουσε πολύ του βαροφάνη» [[[αντί]] «του Χάρου... του βαροφάνη»], «τήν οὐσίαν, ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῖ, ἀξία ἐστι δέκα ταλάντων» [[[αντί]] «ἡ οὐσία... ἀξία ἐστί...»])
7. φρ. «έλξη γλώσσας»
α) μέθοδος τεχνητής αναπνοής
β) το τράβηγμα της γλώσσας προς τα έξω σε περίπτωση βαθειάς νάρκωσης
αρχ.
1. το τέντωμα του τόξου
2. κατάποση, ρούφηγμα.