ἐνδέμω: Difference between revisions
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνδέμω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φράζω]] με [[κτίσμα]]<br /><b>2.</b> [[οικοδομώ]], [[χτίζω]] σ' έναν [[τόπο]]. | |mltxt=[[ἐνδέμω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φράζω]] με [[κτίσμα]]<br /><b>2.</b> [[οικοδομώ]], [[χτίζω]] σ' έναν [[τόπο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνδέμω:''' μέλ. <i>-δεμῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εντοιχίζω]], [[χτίζω]], [[σφραγίζω]] με [[χτίσιμο]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτίζω]], [[ανεγείρω]], [[οικοδομώ]] μέσα σε κάποιον [[τόπο]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A wall up, τὰς διασφάγας Hdt.3.117. II build in a place, τρεῖς μέν οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theoc.17.82:—Med., build or make for oneself in, κοῖτον θάμνῳ Nic.Th.419.
German (Pape)
[Seite 832] (s. δέμω), darin bauen, ἐνδέδμηνται Theocr. 17, 82; verbauen, τὰς διασφαγὰς ἐνδείμας Her. 3, 117. – Med., Nic. Th. 419.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδέμω: ἐμφράττω διὰ τοίχου ἢ ἄλλως, τὰς διασφάγας τῶν οὐρέων ἐνδείμας ὁ βασιλεὺς Ἡρόδ. 3. 117. ΙΙ. κτίζω ἐντός τινος τόπου, τρεῖς οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Θεόκρ. 17. 82: - Μέσ., κτίζω, κατασκευάζω, δι’ ἐμαυτόν τι ἔν τινι τόπῳ, κοῖτον βαθεῖ ἐνεδείματο θάμνῳ Νίκανδρ. Θηρ. 419.
French (Bailly abrégé)
fortifier, munir de constructions, acc..
Étymologie: ἐν, δέμω.
Spanish (DGE)
1 tapiar τὰς διασφάγας τῶν ὀρέων ἐνδείμας habiendo tapiado los desfiladeros de las montañas Hdt.3.117.
2 construir en, edificar en en v. pas., c. dat. τρεῖς μέν οἱ (Αἰγύπτῳ) πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theoc.17.82.
3 en v. med. construirse en c. ac. y dat. κοῖτον δὲ βαθεῖ ἐνεδείματο θάμνῳ Nic.Th.419.
Greek Monolingual
ἐνδέμω (Α)
1. φράζω με κτίσμα
2. οικοδομώ, χτίζω σ' έναν τόπο.
Greek Monotonic
ἐνδέμω: μέλ. -δεμῶ,
I. εντοιχίζω, χτίζω, σφραγίζω με χτίσιμο, σε Ηρόδ.
II. χτίζω, ανεγείρω, οικοδομώ μέσα σε κάποιον τόπο, σε Θεόκρ.