ἐναντιωματικός: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐναντιωματικός]], -ή, -όν)<br /><b>γραμμ.</b> (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει [[αντίθεση]], [[εναντίωση]] («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[διαθήκη]]) αυτή που προσβάλλεται από τους κληρονόμους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναντιωματικώς</i>, -<i>ά</i><br />με τρόπο εναντιωματικό, αντιθετικά. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐναντιωματικός]], -ή, -όν)<br /><b>γραμμ.</b> (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει [[αντίθεση]], [[εναντίωση]] («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[διαθήκη]]) αυτή που προσβάλλεται από τους κληρονόμους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναντιωματικώς</i>, -<i>ά</i><br />με τρόπο εναντιωματικό, αντιθετικά. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐναντιωματικός:''' грам. противительный (σύνδεσμοι - напр., [[ὅμως]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A marking opposition, σύνδεσμος D.T.643.14, A.D.Conj.251.3. Adv. -κῶς Eust.809.36.
German (Pape)
[Seite 827] ή, όν, entgegengesetzt, zuwider, Schol. Soph. Ai. 122.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιωματικός: -ή, -όν, ὁ δηλῶν ἐναντίωσιν, ἐπὶ συνδέσμ., ὁ καὶ ἐναντιωματικὸς ἀντὶ τοῦ καίπερ Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 214. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Εὐστ. 809. 36.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que se opone, que se enfrenta παρασκευή πολεμικὴ ἢ ... ἄλλη ἐ. Eust.935.37.
2 gram. que indica oposición, que expresa lo contrario ἐ. σύνδεσμος D.T.643.15, A.D.Coni.251.3, 257.12, τὸ ἔμπης καὶ ἐπίρρημα A.D.Adu.154.26, cf. Sch.rec.Ar.Nu.890a (p.368), Hdn.Gr.2.60, Phlp.Diff.Accent.C ο 1, ἐ. πρόθεσις preverbio con valor opositivo ref. a κατα- expr. hostilidad, Eust.237.21.
II adv. -ῶς indicando oposición Eust.809.37, Lex.Vind.s.u. καί.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐναντιωματικός, -ή, -όν)
γραμμ. (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει αντίθεση, εναντίωση («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές»)
μσν.
(για διαθήκη) αυτή που προσβάλλεται από τους κληρονόμους.
επίρρ...
εναντιωματικώς, -ά
με τρόπο εναντιωματικό, αντιθετικά.
Russian (Dvoretsky)
ἐναντιωματικός: грам. противительный (σύνδεσμοι - напр., ὅμως).