διήμερος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(9)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[διήμερος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο μέρες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] δύο ημερών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διήμερο</i><br />[[διάστημα]] δύο ημερονυκτίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[διήμερον]]<br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] μεγαλύτερο από [[είκοσι]] [[τέσσερεις]] ώρες<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ή κάνει [[κάτι]] τη δεύτερη [[μέρα]], [[δευτεραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δύο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ημερος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ημέρα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εφήμερος]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[διήμερος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο μέρες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] δύο ημερών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διήμερο</i><br />[[διάστημα]] δύο ημερονυκτίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[διήμερον]]<br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] μεγαλύτερο από [[είκοσι]] [[τέσσερεις]] ώρες<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ή κάνει [[κάτι]] τη δεύτερη [[μέρα]], [[δευτεραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δύο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ημερος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ημέρα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εφήμερος]])].
}}
}}

Revision as of 12:30, 14 January 2019

Spanish (DGE)

-ον
que transcurre a lo largo del día, que dura todo un díaglos. a ἐφημέριος Sch.Od.4.223.
-ον
1 que pasa dos días διήμεροι καὶ τριήμεροι τὰς νηστείας ἐκτελοῦντες pasando ellos dos y tres días haciendo ayuno Euagr.Schol.HE 1.21 (p.30), cf. 4.29 (p.178), Gloss.2.29.
2 subst. τὸ δ. período de dos días ἐν τῷ διημέρῳ τούτῳ Lyd.Ost.66.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί δύο μέρες
2. αυτός που έχει ηλικία δύο ημερών
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διήμερο
διάστημα δύο ημερονυκτίων
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. το διήμερον
χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από είκοσι τέσσερεις ώρες
2. αυτός που γίνεται ή κάνει κάτι τη δεύτερη μέρα, δευτεραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δύο) + -ημερος < ημέρα (πρβλ. εφήμερος)].