χωνί: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(47c)
 
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[χωνίον]], ΝΜΑ, και [[χουνί]] Ν, και χωνεῑον Α [[χώνη]]<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[χοάνη]] για [[μετάγγιση]] υγρών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει το [[σχήμα]] του [[παραπάνω]] αντικειμένου<br /><b>2.</b> [[κοίλο]] [[αντικείμενο]] σε [[σχήμα]] κώνου με στενό [[στόμιο]] που χρησιμεύει ως [[τηλεβόας]]<br /><b>3.</b> (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) το χωνοειδές [[τμήμα]] του τόξου το οποίο δέχεται το [[βέλος]] [[κατά]] τη [[στιγμή]] της εκτόξευσης<br /><b>4.</b> [[είδος]] πρόχειρης χάρτινης σακούλας σε χωνοειδές [[σχήμα]]<br /><b>5.</b> [[κοιλότητα]] γης με χωνοειδή [[μορφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χωνευτήριο]], [[χυτήριο]].
|mltxt=το / [[χωνίον]], ΝΜΑ, και [[χουνί]] Ν, και χωνεῖον Α [[χώνη]]<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[χοάνη]] για [[μετάγγιση]] υγρών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει το [[σχήμα]] του [[παραπάνω]] αντικειμένου<br /><b>2.</b> [[κοίλο]] [[αντικείμενο]] σε [[σχήμα]] κώνου με στενό [[στόμιο]] που χρησιμεύει ως [[τηλεβόας]]<br /><b>3.</b> (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) το χωνοειδές [[τμήμα]] του τόξου το οποίο δέχεται το [[βέλος]] [[κατά]] τη [[στιγμή]] της εκτόξευσης<br /><b>4.</b> [[είδος]] πρόχειρης χάρτινης σακούλας σε χωνοειδές [[σχήμα]]<br /><b>5.</b> [[κοιλότητα]] γης με χωνοειδή [[μορφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χωνευτήριο]], [[χυτήριο]].
}}
}}

Latest revision as of 08:05, 27 May 2022

Greek Monolingual

το / χωνίον, ΝΜΑ, και χουνί Ν, και χωνεῖον Α χώνη
υποκορ. μικρή χοάνη για μετάγγιση υγρών
νεοελλ.
1. καθετί που έχει το σχήμα του παραπάνω αντικειμένου
2. κοίλο αντικείμενο σε σχήμα κώνου με στενό στόμιο που χρησιμεύει ως τηλεβόας
3. (στον Ερωτόκρ.) το χωνοειδές τμήμα του τόξου το οποίο δέχεται το βέλος κατά τη στιγμή της εκτόξευσης
4. είδος πρόχειρης χάρτινης σακούλας σε χωνοειδές σχήμα
5. κοιλότητα γης με χωνοειδή μορφή
αρχ.
χωνευτήριο, χυτήριο.