ψευδόφημος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ανήκει σε ψευδή [[φήμη]], σε αναληθή [[προφητεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>φημος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ανήκει σε ψευδή [[φήμη]], σε αναληθή [[προφητεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>φημος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψευδόφημος:''' -ον ([[φήμη]]), αυτός που ανήκει σε ψευδή [[προφητεία]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδόφημος Medium diacritics: ψευδόφημος Low diacritics: ψευδόφημος Capitals: ΨΕΥΔΟΦΗΜΟΣ
Transliteration A: pseudóphēmos Transliteration B: pseudophēmos Transliteration C: psevdofimos Beta Code: yeudo/fhmos

English (LSJ)

ον,

   A falsely uttered, S.OC1517.

German (Pape)

[Seite 1395] von falscher Weissagung, Vorbedeutung, Soph. O. C. 1517.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδόφημος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ψευδῆ προφητείαν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1517.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est une fausse prédiction ; mensonger.
Étymologie: ψεῦδος, φημί.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει σε ψευδή φήμη, σε αναληθή προφητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ-φημος].

Greek Monotonic

ψευδόφημος: -ον (φήμη), αυτός που ανήκει σε ψευδή προφητεία, σε Σοφ.