ωμικός: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(47c) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό, Ν [[ώμος]]<br /><b>1.</b> (ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, [[ωμιαίος]] («[[ωμικός]] [[θόλος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωμική [[ζώνη]]»<br /><b>ανατ.</b> η οστική [[ζώνη]] που σχηματίζεται από τις κλείδες [[προς]] τα [[εμπρός]] και τις ωμοπλάτες [[προς]] τα [[πίσω]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό, Ν [[ώμος]]<br /><b>1.</b> (ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, [[ωμιαίος]] («[[ωμικός]] [[θόλος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωμική [[ζώνη]]»<br /><b>ανατ.</b> η οστική [[ζώνη]] που σχηματίζεται από τις κλείδες [[προς]] τα [[εμπρός]] και τις ωμοπλάτες [[προς]] τα [[πίσω]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> (για ηλεκτρικό [[φαινόμενο]] ή [[μέγεθος]]) αυτός που διέπεται από τον νόμο του Ωμ («ωμική [[πτώση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωμική [[αντίσταση]]»<br /><b>φυσ.</b> ηλεκτρική [[αντίσταση]] [[κατά]] [[μήκος]] της οποίας, όταν το [[κύκλωμα]] διαρρέεται από ηλεκτρικό [[ρεύμα]], απελευθερώνεται [[ενέργεια]] με τη [[μορφή]] θερμότητας, που μπορεί να υπολογιστεί με [[βάση]] τον νόμο του [[Τζάουλ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>ohmic</i> <span style="color: red;"><</span> [Georg Simon] <i>Ohm</i>, όν. Γερμανού φυσικού]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 10 January 2019
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό, Ν ώμος
1. (ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, ωμιαίος («ωμικός θόλος»)
2. φρ. «ωμική ζώνη»
ανατ. η οστική ζώνη που σχηματίζεται από τις κλείδες προς τα εμπρός και τις ωμοπλάτες προς τα πίσω.
(II)
-ή, -ό, Ν
1. φυσ. (για ηλεκτρικό φαινόμενο ή μέγεθος) αυτός που διέπεται από τον νόμο του Ωμ («ωμική πτώση»)
2. φρ. «ωμική αντίσταση»
φυσ. ηλεκτρική αντίσταση κατά μήκος της οποίας, όταν το κύκλωμα διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα, απελευθερώνεται ενέργεια με τη μορφή θερμότητας, που μπορεί να υπολογιστεί με βάση τον νόμο του Τζάουλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ohmic < [Georg Simon] Ohm, όν. Γερμανού φυσικού].