ἔνυδρις: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνυδρις]] και ἐνυδρίς, η (AM)<br /><b>1.</b> υδρόβιο σαρκοφάγο θηλαστικό, κν. βίδρα ή [[φώκια]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> [[νεροφίδα]].
|mltxt=[[ἔνυδρις]] και ἐνυδρίς, η (AM)<br /><b>1.</b> υδρόβιο σαρκοφάγο θηλαστικό, κν. βίδρα ή [[φώκια]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> [[νεροφίδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνυδρις:''' ἡ, γεν. <i>-ιος</i> ([[ὕδωρ]]), [[νερόφιδο]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 18:45, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνυδρις Medium diacritics: ἔνυδρις Low diacritics: ένυδρις Capitals: ΕΝΥΔΡΙΣ
Transliteration A: énydris Transliteration B: enydris Transliteration C: enydris Beta Code: e)/nudris

English (LSJ)

ἡ, gen. ιος, Hdt.: ἐνυδρίς, ίδος, Arist.HA594b31:—

   A otter, Lutra vulgaris, Hdt.2.72, 4.109, Arist. l.c.    II water-snake, Enhydris, Plin.HN32.82.

German (Pape)

[Seite 860] ιος, Her. 2, 72. 4, 109, od. ἐνυδρίς, ίδος, ἡ, Fischotter, Arist. H. A. 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνυδρις: ἡ, γεν. -ιος, Ἡρόδ. 4. 109· ἐνυδρίς, ίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 7 κἑξ.: ― «ζῷον ποτάμιον ἀμφίβιον ὅμοιον κάστορι» (Ἡσύχ.), κοινῶς «βύδρα», Lutra vulgaris, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 2. 72, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ὕδρος, «νεροφῖδα», Λατ. enhydris, Πλίν. Η. Ν. 32. 7.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
loutre, animal.
Étymologie: ἐν, ὕδωρ.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ

• Alolema(s): acent. -δρίς Arist.HA 594b31, 32

• Morfología: [ac. plu. ἐνύδριας Ar.Ach.880]
zool.
1 nutria, Lutra lutra (L.), Hecat.324b, Hdt.4.109, Arist.ll.cc., Ar.l.c., Medic.Fr.Pap. en PRyl.531.re.2.12, SEG 45.1452h (Palestrina II a.C.), Ael.NA 11.37, Ath.353f.
2 serpiente de agua, prob. Natrix natrix (L.) o N. tessellata (Laurenti) enhydris vocatur Graecis colubra in aqua vivens Plin.HN 32.82, cf. Corp.Herm.Fr.25.6.

Greek Monolingual

ἔνυδρις και ἐνυδρίς, η (AM)
1. υδρόβιο σαρκοφάγο θηλαστικό, κν. βίδρα ή φώκια της θάλασσας
2. νεροφίδα.

Greek Monotonic

ἔνυδρις: ἡ, γεν. -ιος (ὕδωρ), νερόφιδο, σε Ηρόδ.