επικαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
(13)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικαταλαμβάνω]] (AM)<br />ακολουθώντας [[κάτι]] το [[καταλαμβάνω]], το [[προφθάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στο ίδιο ύψος με [[κάτι]] που κινείται («[[ἐπειδάν]] [[σελήνη]] περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δένω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[περισφίγγω]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> <b>παθ.</b> <i>επικαταλαμβάνομαι</i> (για [[σημεία]]) [[είμαι]] [[καταληπτός]]<br /><b>4.</b> [[ανακαλύπτω]]<br /><b>5.</b> [[συνεχίζω]] να [[υπάρχω]]<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]], [[φθάνω]], [[επέρχομαι]]<br /><b>7.</b> (για καρπό) σχηματίζομαι [[πριν]] ωριμάσει ο [[καρπός]] του περασμένου έτους.
|mltxt=[[ἐπικαταλαμβάνω]] (AM)<br />ακολουθώντας [[κάτι]] το [[καταλαμβάνω]], το [[προφθάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στο ίδιο ύψος με [[κάτι]] που κινείται («[[ἐπειδάν]] [[σελήνη]] περιελθοῦσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δένω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[περισφίγγω]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> <b>παθ.</b> <i>επικαταλαμβάνομαι</i> (για [[σημεία]]) [[είμαι]] [[καταληπτός]]<br /><b>4.</b> [[ανακαλύπτω]]<br /><b>5.</b> [[συνεχίζω]] να [[υπάρχω]]<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]], [[φθάνω]], [[επέρχομαι]]<br /><b>7.</b> (για καρπό) σχηματίζομαι [[πριν]] ωριμάσει ο [[καρπός]] του περασμένου έτους.
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐπικαταλαμβάνω (AM)
ακολουθώντας κάτι το καταλαμβάνω, το προφθάνω
αρχ.
1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῦσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.)
2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω
3. γραμμ. παθ. επικαταλαμβάνομαι (για σημεία) είμαι καταληπτός
4. ανακαλύπτω
5. συνεχίζω να υπάρχω
6. έρχομαι, φθάνω, επέρχομαι
7. (για καρπό) σχηματίζομαι πριν ωριμάσει ο καρπός του περασμένου έτους.