ετοιμότητα: Difference between revisions
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(14) |
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμότης]]) [[έτοιμος]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάποιος]] προετοιμασμένος, [[έτοιμος]] για [[κάτι]] («[[ετοιμότητα]] πολέμου»)<br /><b>2.</b> η [[ευχέρεια]] στη [[διατύπωση]] νοημάτων, το να μιλάει [[κάποιος]] με [[ευχέρεια]] και [[γρήγορα]], η [[ετοιμολογία]], η [[ευστροφία]] του πνεύματος («έχει [[ετοιμότητα]] στις απαντήσεις του»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για λόγο) [[προχειρότητα]] («ἀποδοκιμάζει τῶν λόγων τὴν ἑτοιμότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλίση]], [[προδιάθεση]], [[τάση]], [[ροπή]] («δύο ταύτας ἑτοιμότητας ἔχειν ἀεὶ | |mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμότης]]) [[έτοιμος]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάποιος]] προετοιμασμένος, [[έτοιμος]] για [[κάτι]] («[[ετοιμότητα]] πολέμου»)<br /><b>2.</b> η [[ευχέρεια]] στη [[διατύπωση]] νοημάτων, το να μιλάει [[κάποιος]] με [[ευχέρεια]] και [[γρήγορα]], η [[ετοιμολογία]], η [[ευστροφία]] του πνεύματος («έχει [[ετοιμότητα]] στις απαντήσεις του»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για λόγο) [[προχειρότητα]] («ἀποδοκιμάζει τῶν λόγων τὴν ἑτοιμότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλίση]], [[προδιάθεση]], [[τάση]], [[ροπή]] («δύο ταύτας ἑτοιμότητας ἔχειν ἀεὶ δεῖ<br />τὴν μέν, πρὸς τὸ πρᾱξαι μόνον..., τὴν δέ, πρὸς τὸ μεταθέσθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[επιθυμία]] («[[ἑτοιμότης]] κτήσεως»). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 27 May 2022
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτοιμότης) έτοιμος
1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου»)
2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία του πνεύματος («έχει ετοιμότητα στις απαντήσεις του»)
αρχ.-μσν.
(για λόγο) προχειρότητα («ἀποδοκιμάζει τῶν λόγων τὴν ἑτοιμότητα», Πλούτ.)
αρχ.
1. κλίση, προδιάθεση, τάση, ροπή («δύο ταύτας ἑτοιμότητας ἔχειν ἀεὶ δεῖ
τὴν μέν, πρὸς τὸ πρᾱξαι μόνον..., τὴν δέ, πρὸς τὸ μεταθέσθαι», Πλούτ.)
2. (για πράγματα) επιθυμία («ἑτοιμότης κτήσεως»).