επωφελούμαι: Difference between revisions
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(14) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐπωφελῶ, -έω) [[ωφελώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρησιμοποιώ]], [[αξιοποιώ]] τις δυνατότητες που μού παρέχονται για να ωφεληθώ («επωφελήθηκε από την [[περίσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ωφελώ]], [[βοηθώ]] ( | |mltxt=(AM ἐπωφελῶ, -έω) [[ωφελώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρησιμοποιώ]], [[αξιοποιώ]] τις δυνατότητες που μού παρέχονται για να ωφεληθώ («επωφελήθηκε από την [[περίσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ωφελώ]], [[βοηθώ]] («κεῖνον θέλων ἐπωφελῆσαι ταῡτ’ ἓδρα», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} |